H γιαγιά μου πίστευε ότι αν κυκλοφορήσω μετά τις 9 το βράδυ στο δρόμο, στην καλύτερη θα με ληστέψουν, στη χειρότερη θα με σκοτώσουν. Κάτι απροσδιόριστοι σκοτεινοί τύποι που προφανώs 9 νταν κάθε μέρα κατακλύζουν τους δρόμους και οι νοικοκυραίοι κλείνονται σπίτια τους. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, οι γιαγιάδες δεν χρειάζονταν την τρομολαγνεία των δελτίων ειδήσεων για να πάρουν μπρος.
Το είχανε από μόνες τους, από τότε που σε ακόμα πιο μικρή ηλικία μου έλεγαν να μην κυκλοφορώ έξω για να μη με αρπάξει ο Εβραίος και μου πιει το αίμα (που ο μοναδικός εβραίος που με άρπαξε ήταν χρόνια μετά ένας γκόμενος που γνώρισα στο Τελ Αβίβ και ουσιαστικά εγώ του ήπια το αίμα του ανθρώπου αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.). Το θέμα είναι πως αυτό που ως τώρα το λέγαμε σαν ανέκδοτο για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, το πώς δηλαδή επηρεάζονται από το μεγεθυντικό τηλεοπτικό φακό και νομίζουν ότι εκεί έξω υπάρχουν λοιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί αρχίζω και το παρατηρώ και στα παιδιά της ηλικίας μου (τα λεγόμενα νεανικά κοινά 18 – 44 you know? Τόσο είμαι).
Kάθε βράδυ μετά τα δελτία ειδήσεων ένα αδιόρατο κύμα πανικού πέφτει στην μικρή μας πόλη, κάτι σαν το βράδυ που βγήκαν τα τανκ στους δρόμους και ήρθε η χούντα. Με τους παρουσιαστές να μιλάνε για ακραία καιρικά φαινόμενα. Βιαστές, δολοφόνους και τον σχιζοφρενή με το πριόνι να κάνουν τζόγκινγκ στους δρόμους. Ανώμαλους μπλεγμένους σε παρτούζες και σκαληνά τρίγωνα που σε περιμένουν στη γωνία για να σε αποπλανήσουν να συμμετάσχεις (εμένα γιατί γαμώτο δεν μου έχει τύχει;) και τον κόσμο ταμπουρωμένο στα σπίτια του να περιμένει έντρομος το διάγγελμα του Παπαδόπουλου του δικτάτορα.
Πήγα σαν άνθρωπος, όπως κάθε βράδυ να πιω τη βότκα μου σε ένα μπαρ, βράδυ που περιμέναμε ακραία καιρικά φαινόμενα, και με κοιτάζανε σαν ούφο, οι δύο γκαρσόνες και ο dj γιατί από κόσμο, τίποτα. Σου λέει «αυτός προχωρημένη περίπτωση αλκοολισμού για να αμφισβητήσει τα ακραία καιρικά φαινόμενα και να έρθει να πιει». Λογική σύμφωνα με την οποία στο Λονδίνο και το Βερολίνο 250 μέρες το χρόνο, θα πρέπει να είναι όλες οι pub κλειστές και να απαγορεύεται η κυκλοφορία. Θυμάμαι μια μέρα με χιονάκι που έριξε στο κέντρο, και γύρω στις 6 – 7 το απόγευμα το γραφείο αλλάζει λες και μας τηλεφώνησαν για βόμβα.
«Που πάτε κορίτσια;» ρωτάω αγόρια και κορίτσια, «φεύγουμε να μην αποκλειστούμε» μου απαντάνε. Κοιτάζω κι εγώ το ζαβό έξω από το παράθυρο να δω που έχουν παρκάρει τα εκχιονιστικά να μας βοηθήσουν στον απεγκλωβισμό, και βλέπω κάτι νιφάδες χιονιού πιο αδύνατες κι από τα κανιά της Κίρα Νάιτλι. Μάταια να προσπαθώ να τους πείσω ότι το πιο κοντινό που θυμίζει εξ ονόματος χιόνι στην περιοχή είναι το πλησιέστερο τυροπιτάδικο Everest. Είχαν εξαφανιστεί. Γιατί το είπε η τηλεόραση.
Ακόμα και αν δεν συνέβη όπως το είπε η τηλεόραση. Αρκεί που το είπε. Καταφέρνοντας να μετατρέψει ακόμα και τα τόσο αγαπημένα στις μετρήσεις, νεανικά της κοινά, 18 – 44, σε εγκεφαλικά ισοδύναμα της γιαγιάς μου, που η μόνη φορά που συγχρονιστήκαμε στην ίδια συχνότητα, ήταν όταν την είχε πιάσει πάλι η εβραιοφοβία, νόμιζε ότι ήμουν ακόμα 10 χρονών, εγώ εν τω μεταξύ μόλις τον είχα χωρίσει τον Ισραηλινό που είχα για γκόμενο και ούτε ήθελα να τον ξαναδώ και της έλεγα «πες και άλλα να αγιάσει το στόμα σου».