To αρθράκι το «αγόρασα»  σαν ιδέα από ένα πολύ καλό ρεπορτάζ της Μαργαρίτας Πουρνάρα στην Καθημερινή. Για μια θλιβερή πραγματικότητα που την έχω ζήσει κι εγώ και χιλιάδες άλλοι επισκέπτες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Που αν σκεφτείς το περιεχόμενο των εκθεμάτων του και τον πλούτο του αρχαίου πολιτισμού της χώρας, θα έπρεπε να είναι ένα από τα καλύτερα μουσεία του κόσμου.

Δυστυχώς, είναι ένα από τα χειρότερα. Κι αυτό από μόνο του αρκεί για να αποδείξει την υποκρισία όσων καπηλεύονται με «εθνική υπερηφάνεια» τα ευρήματα της Αμφίπολης. Την ώρα που το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, μοιάζει με την παράγκα του καραγκιόζη. Παρατημένο, απεριποίητο με καμένες λάμπες και μουσειακή λογική έκθεσης των ευρημάτων από τον αιώνα του ουαγκούγκου.

Σε σημείο που ειλικρινά στο γράφω, αν δεν είχε γίνει το νέο μουσείο της Ακρόπολης, ειλικρινά θα έκανα εκστρατεία να μην γυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα τα μάρμαρα του Παρθενώνα αν είναι να μπούνε σε αυτό το αχούρι. Κι εκεί υποκρισία της πολιτείας. Από τη Μελίνα μέχρι σήμερα. Γιατί πρώτα φροντίζεις τους χώρους που έχεις και αποτελούν πόλο έλξης ανθρώπων από όλον τον κόσμο και μετά μου γίνεσαι πασιονάρια της επιστροφής των μαρμάρων.

Κι επίσης πρώτα αναμορφώνεις το μεγαλύτερο μουσείο σου με σύγχρονες προδιαγραφές και μετά προχωράς στο εντυπωσιακό ομολογουμένως μουσείο της Ακρόπολης. Αλλά τελικά αυτό που σε νοιάζει δεν είναι η ουσία αλλά η εντύπωση. Tο να κόβεις κορδέλες και να στέλνεις συγχαρητήριες επιστολές σε ξένους διάσημους, σαν να είσαι στο φαν κλαμπ της Στέλλας Καλλή και να της λες πως την αγαπάς με e mail.

Γράφει η Μαργαρίτα Πουρνάρα στο ρεπορτάζ της: Για να φτάσει κάποιος μέχρι το πωλητήριο, πρέπει να κατέβει τις σκάλες όπου ήδη αρχίζει να επικρατεί μια αίσθηση μιζέριας. Το ημίφως από τις καμένες λάμπες θυμίζει αίθουσα ανάνηψης σε χειρουργείο δημόσιου νοσοκομείου. Η δε ποικιλία των προσφερόμενων προς πώληση προϊόντων είναι τουλάχιστον ανορθόδοξη: το μάτι σταματά σε τεράστια εκμαγεία ή κεφαλές. Ζυγίζουν αρκετά κιλά και δεν μπορεί κανείς να τα κατατάξει στην κατηγορία ‘αναμνηστικά’ εκτός κι αν έχει έρθει στην Ελλάδα με  ιδιωτικό τζετ.»

Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι τα βιβλία οδηγοί του μουσείου στα αγγλικά και τα γαλλικά έχουν εξαντληθεί. Ισπανικοί και ρώσικοι δεν έχουν προβλεφθεί. Άντε το πολύ πολύ με κανένα ΕΣΠΑ όπως τα χειριζόμαστε στην Ελλάδα, να τυπώσουμε κανέναν οδηγό στα Σουαχίλι για να δικαιολογήσουμε τα φράγκα.

Το ίδιο επικρατεί στους περισσότερους αρχαιολογικούς χώρους την ώρα που μια μελέτη σύμφωνα με το ρεπορτάζ έδειξε ότι τα έσοδα από την αξιοποίηση του ελληνικού πολιτισμού  θα μπορούσαν να φτάσουν ακόμα και τα δύο δις. Κουλά ωράρια, ανυπαρξία ενημέρωσης, σχέση νεάντερταλ με το διαδίκτυο για τον τουρίστα που θέλει να ενημερωθεί, χωρίς να υπάρχει καν η δυνατότητα έκδοσης εισιτήριων απ’ το Internet.

Kαι φυσικά η κλασσική ελληνική γραφειοκρατία όπου για να παρθεί μια απόφαση πρέπει να περάσει από δύο δραγουμάνους, τρεις καθαρίστριες, τον βοηθό γραμματέα του υπεύθυνου, τον γραμματέα του υπεύθυνου και στο τέλος τον ίδιο τον υπεύθυνο. Για να μη συζητήσουμε το ανέκδοτο του τι πρέπει να περάσει ένας σκηνοθέτης που θέλει να γυρίσει ταινία στην Ελλάδα και ειδικά σε αρχαιολογικούς χώρους. Κάτι σαν ανάκριση της Γκεστάπο με φόρους του Γκοτζίλα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όλιβερ Στόουν γύρισε τον «Μέγα Αλέξανδρο» στη Μάλτα που παρέχονται διευκολύνσεις και έχουν γυριστεί πολλές ταινίες που η υπόθεση τους διαδραματίζεται στην Ελλάδα. Το ανέκδοτο δε που κυκλοφορεί στην πιάτσα ήταν ότι όταν ο Στόουν είχε ραντεβού με τον τότε Υπουργό Πολιτισμού για τα γυρίσματα, ο τελευταίος τον έστησε γιατί σου λέει «και ποιος είναι αυτός ο Στόουν; Ο Φώσκολος».

Όχι, δεν είναι γκρίνια όλο το παραπάνω, είναι η θλιβερή πραγματικότητα. Και ανατροπή του «θέλει η πουτάνα να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει. Που εν προκειμένω μεταλλάσσεται «σε θέλει η πουτάνα να φανεί και τίποτα ας μην έχει γίνει». Η κυβερνητική και μιντιακή εκμετάλλευση του ευρήματος της Αμφίπολης είναι ενδεικτική για τη συμπεριφορά που έχουμε όλοι μας. Μίζερα ανθρωπάκια της πρώτης σελίδας. Σκάει μια Αμφίπολη, και σταματάει να υπάρχει η Ακρόπολη, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Ακρωτήρι στη Σαντορίνη.

Πέφτει ένα αεροπλάνο και ειδησεογραφικά εξαφανίζεται η κρίση και η τρόικα σαν να μην υπήρξε. Μία εβδομάδα μετά το αεροπλάνο ξεχνιέται γιατί εκτροχιάστηκε ένα τρένο ή έρχεται η Lady Gaga. Δεν παραδίδω μαθήματα δημοσιογραφίας όμως δημόσιος λόγος και γραφή δεν είναι μόνο η επικαιρότητα. Είναι και τα ξεχασμένα, τα παραπεταμένα που συνεχίζουν να αιμορραγούν αλλά κανείς δεν ασχολείται μαζί τους παραπέρα. Το ότι ήρθε η όποια Gaga στην Ελλάδα φυσικά και αποτελεί είδηση, δεν εξοστρακίζει όμως τους έγκλειστους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετανάστες σαν ρεπορτάζ.

Το ίδιο και με το γύφτικό πανηγύρι που έχει στηθεί γύρω από την Αμφίπολη. «Παρ’ τε τώρα που πουλάει». Τη στιγμή που αν πας με σαγιονάρα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τη βγάζεις δεν τη βγάζεις καθαρή μη σου καρφωθεί στη φτέρνα καμία σύριγγα από τους χρήστες που κυκλοφορούν σε μια βρώμικη άσχημη και χεσμένη από τα περιστέρια πλατεία. Μπροστά από το σημαντικότερο μουσείο της χώρας, επαναλαμβάνω.