Πάμε πίσω, πίσω. Σε εκείνα τα χρόνια που η χώρα είχε τσομπάνηδες, αγρότες, ανέχεια, αδυναμία. Τότε που οι παππούδες φορούσαν φουστανέλες και οι γιαγιάδες μας τσεμπέρια –αλλοίμονο αν τ’αρνιέστε!

Είχε και κάποιους αστούς φυσικά στις πόλεις, καλομαθημένους και καλοζωισμένους, αλλά ήταν αμελητέοι. Ξένοι βασιλείς, αριστοκρατικής καταγωγής, αλλοεθνείς αυλικοί στρογγυλοκαθισμένοι στας Αθήνας και ένας κατακτητής, Τουρκικής προέλευσης είχε φύγει, για να έρθει να κάτσει στο σβέρκο του λαού, άλλος, Ευρωπαϊκής, πολιτισμένης ράτσας.

Στη μη νησιωτική χώρα, στους ορεινούς όγκους καταφεύγουν λήσταρχοι, δίχως στέγη και δίχως νόμο!

Η λαϊκή λογοτεχνία, δηλαδή εικονογραφημένα φυλλάδια με εξώφυλλα χτυπητών χρωμάτων –όσο το επέτρεπε βέβαια η τυπογραφία της εποχής-από το 1890 έως το 1940 κάνει τους λήσταρχους, διασκεδαστές και συχνά ήρωες. Ναι! Ήταν παράνομοι, σκληροί, βίαιοι, ωμοί. Και ναι, έκαναν παλιανθρωπιές και σκοτώνονταν και κλέβανε και αρπάζανε γυναίκες και ζητούσαν λίτρα.

Όμως ήταν ελεύθεροι, άπιαστοι, ιδανικοί απαγωγείς κάθε ορμονούχας κόρης, κλειδωμένης στην παρθενία της, ινδάλματα κάθε νεαρού πνιγμένου στον κομφορμισμό της τάξης και εκδικητές κάθε καταπιεσμένου φτωχού που πλήρωνε τα φουρό και τα μεσοφόρια όποιας Γερμανίδας αριστοκράτισσας με το αίμα του. Και ναι, έβγαζαν τόσο γλώσσα, σήκωναν ατίθασα το κεφάλι τους, αυθαδίαζαν, περιέπαιζαν, σάρκαζαν το επίσημο κράτος και τους χωροφυλάκους, τους υπηρέτες του, που πώς να μη τους λατρέψεις ακόμα και στις μέρες μας (ή μπορεί … ιδίως στις μέρες μας).

Παιδιά φτωχών οικογενειών, στο περιθώριο, καταφρονεμένα, αδικημένα που κάποτε γύρευαν εκδίκηση με κάθε κόστος. Ο λήσταρχος Νταβέλης, οι περιβόητοι αδελφοί Ρεντζή, ο Κακαράπης, η θρυλική Μαρία Πενταγιώτισσα, η καπετάνισσα Βασιλική, η ωραία Μαρία τη Μυλωνού, ο άγριος Τζατζάς και φυσικά εκείνος που ακόμα και στις μέρες μας φτάνει ο απόηχος του φόβου και του τρόμου του, ο Φώτης Γιαγκούλας!

O Φώτης ή Φώτος Γιαγκούλας γεννήθηκε στο χωριό Μεταξά, κοντά στα Σέρβια Κοζάνης. Λέγεται πως έγινε παράνομος, μετά από ένα «έγκλημα τιμής», καθώς κατέβηκε στην Αθήνα για να σκοτώσει έναν υπομοίραρχο, που εκμεταλλευόμενος την εξουσία του, είχε βιάσει μια ξαδέλφη του.

Μια άλλη εκδοχή πάλι, για το πώς πήρε τον κακό τον δρόμο, τον θέλει σε ηλικία δεκαέξι χρόνων και ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σκορπίζει περισσότερη πείνα και καταφρόνια από ό,τι μπορούσε άνθρωπος να αντέξει, να έχει κατηγορηθεί, άδικα, ως κλέφτης από συγχωριανούς του όταν χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή. Ούρλιαζε πως είναι αθώος, αλλά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και με κάποια χρήματα που έδωσε αποφυλακίστηκε. Δεν ξαναγύρισε στο χωριό του.

Λέγεται ακόμα, πως λίγο καιρό μετά, ένας φίλος του αγάπησε ένα κορίτσι αλλά ο πατέρας της, ήταν αμετάπειστος στο να δώσει συγκατάθεση για γάμο. Ο Γιαγκούλας, λοιπόν, αποφάσισε πως μπορούσε να λύσει το πρόβλημα για την ατυχία του ζευγαριού, με έναν συνοπτικό, άμεσο τρόπο: έκοψε το κεφάλι του γέρο-πατέρα της παρολίγον νύφης!

Έζησε κυρίως στον Όλυμπο, μια ζωή όλο φόνους, ληστείες, απαγωγές, μίσος για την χωροφυλακή και φυσικά αγαθοεργίες απέναντι στους πολύ φτωχούς, όπως το στερεότυπο απαιτεί να συμβαίνει με κάθε παράνομο από τον Μπίλι δε Κιντ μέχρι τον Αλ Καπόνε. Έκανε πάνω από 54 άγρια φονικά και επικηρύχτηκε με 600.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή του. Λέγεται ακόμα, πως για μια περίοδο, έζησε στην Αθήνα, χωρίς κανείς να τον καταλάβει, για χάρη ενός μεγάλου έρωτα και για τη παράνομη –τι άλλο;- σχέση του με μια ωραία κυρία της αριστοκρατίας!

Ο θρύλος του, όμως, δε γράφεται στις κρεβατοκάμαρες της αριστοκρατίας αλλά στον Όλυμπο και στα Πιέρια, στην Ελασσόνα, στην Κοζάνη, όπου η συμμορία του ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου. Στην φήμη του συνέβαλε πολύ η έμφυτη επαναστατικότητά του εναντία σε κάθε εξουσία και κυρίως σε έναν κύριο φορέα της: τη χωροφυλακή! Μεγάλη προσβολή στο σώμα αυτό, στάθηκε η απόδραση του Γιαγκούλα, σιδηροδέσμιου, μέσα από το εν κινήσει τρένο που τον μετέφερε στο χιλιοτραγουδισμένο και φρικτό Γκεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη για να εκτίσει ποινή.

Ο Τύπος της εποχής έγραφε, ότι ο ληστής εξευτέλισε τους φύλακές του, που θριαμβολογούσαν γιατί τον έπιασαν, βάζοντας τους, να πιουν κρασί. Και ενώ εκείνος έκανε τον κοιμισμένο, εκείνοι μέθυσαν τόσο που έπεσαν ξεροί και ο Γιαγκουλας πήδηξε, απλά, απ’το τρένο, χωρίς να τον πάρουν είδηση και έτσι όπως ήταν με τα δεσμά του περπάτησε μέσα στη νύχτα, έφτασε στα Σέρβια και ένας σιδεράς του’κοψε τα δεσμά.

Λέγεται ακόμη πως ο Γιαγκούλας αναφερόταν εκτός από «βασιλεύς των Όρεων» και ως ο «ωραίος των Όρεων» και ήταν ομορφάντρας και πολύ μερακλής με το άλλο φύλλο. Συχνά μεταμφιεζόταν και σύχναζε σε κοσμικά μέρη, σε πολυτελή εστιατόρια και σε πολυάριθμες συναθροίσεις του καλού κόσμου. Διασκέδαζε δε, με το να δειπνεί, ακριβώς, δίπλα στα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν και να ακούει τους χωροφύλακες να καταστρώνουν σχέδια για τη σύλληψή του.

Κάποτε φεύγοντας από ένα κομψό εστιατόριο άφησε κάτω από το πιάτο του, την περιπαικτική δική του καρτ βιζίτ: «Βασιλεύς των Ορέων, Γιαγκούλας». Οι χωροφύλακες έγιναν έξαλλοι φυσικά, μόλις την ανακάλυψαν…  

Ούτε είκοσι χρόνων, σχεδόν, πήγε πίσω στο χωριό του, μέσα στην νύχτα, για να ζητήσει σε γάμο την Ευαγγελία, ένα κορίτσι, που το λάτρευε από μικρός. Φυσικά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε λήσταρχο. Σα να’χε συνέλθει λίγο και σ’αυτή την περίπτωση, δεν έκοψε το κεφάλι του πεθερού του, αλλά απήγαγε το κορίτσι και ζούσε μαζί της στο λημέρι του στα βουνά, κλέβοντας τους περαστικούς και τα κοντινά χωριά.

Κάποια μέρα πήγε στα Σέρβια και τυχαία συνάντησε τον αστυνόμο Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος ήταν ο άνθρωπος που τον είχε συλλάβει. Ο Γιαγκούλας τον χαιρέτησε ευγενικά και την αμέσως επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε, πράγμα που μάλλον του’χε γίνει μια μικρή συνήθεια. Έβαλε το κεφάλι του χωροφύλακα στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλλιά του, που εξηγούσε γιατί τον σκότωσε. Μετά από αυτό, η χωροφυλακή έβαλε στόχο να τον πιάσει με κάθε κόστος.

Στα πλαίσια της μεγάλης του περιπαικτικής διάθεσης απέναντι στην αστυνομία της εποχής, στην «Μηχανή του Χρόνου» βρίσκουμε μια επιστολή του Φώτου Γιαγκούλα, που μόλις είχε μάθει πως για να τον ανακαλύψουν οι κυνηγοί του, κακομεταχειρίστηκαν κάποιους χωρικούς.

Έγραφε δε, σε μια χαρά -σχεδόν- ελληνικά στον αρχηγό τους:

Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γα@ώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρ@ίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι.

Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρ@ίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν».

Κάποτε απαγάγει δύο επιφανείς Λαρισαίους, που τους μεταφέρει στον Όλυμπο ζητώντας λύτρα. Προδίδεται όμως από έναν ληστή, τον Αγριόκωτσο και περικυκλώνεται από καταδιωκτικό απόσπασμα 30 ανδρών. Η μάχη είναι λυσσαλέα και κρατά 8 ώρες. Τέλος.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ψηλά στον Όλυμπο, οι χωροφύλακες σκοτώνουν τον φοβερό λήσταρχο, με δύο σφαίρες στην κοιλιά. Ο Βασίλης Τζανακάρης, στο εξαιρετικό του βιβλίο «Φώτης Γιαγκούλας, ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» γράφει:

«…Οι περισσότεροι «κεφαλοκυνηγοί» που κατά καιρούς συνόδευαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ήταν ειδικοί «αυχενοτόμοι». Έκοβαν το κεφάλι αρχίζοντας από μπροστά και λίγο πιο κάτω από τα αυτιά. Μερικές φορές όταν έφταναν στη σπονδυλική στήλη, το μαχαίρι δυσκόλευε, ιδίως αν δεν ήταν φρεσκοακονισμένο. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει η ανάλογη γνώση ώστε η λεπίδα να ξεγλιστρήσει ανάμεσα στους σπονδύλους κόβοντας τους χόνδρους που έδεναν τον έναν με τον άλλον.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους «αυχετονόμους» ήταν κτηνοτρόφοι. Έσφαζαν τα ζωντανά τους και γνώριζαν άριστα την τεχνική, αλλά κάθε άλλο παρά χρησιμοποιούσαν τη δεξιοτεχνία τους στην περίπτωση των ληστών. Συνήθως ήταν άγριοι κι εκδικητικοί μαζί τους, κόβοντας άτσαλα τα κεφάλια, θρυμματίζοντας τα οστά και όχι ξεγλιστρώντας ανάμεσά τους.

Ψηλά στον Όλυμπο ο Καλαϊτζής έπιασε το κεφάλι του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα από τα μαλλιά και το τράβηξε προς τα πίσω. Ύστερα ανασήκωσε το πάνω μέρος του σώματος, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε σιγά σιγά να το κόβει. Πρώτα έκοψε τα μαλακά σημεία – δέρμα, μυϊκές μάζες, αγγεία, νεύρα, τένοντες και ιστούς. Λιανίστηκαν οι σφαγίτιδες φλέβες, κόπηκε η καρωτίδα.

Αν ο λήσταρχος ήταν ζωντανός θα είχε ξεχυθεί ένα χείμαρρος από αίμα που θα απλωνόταν σαν μια κόκκινη βεντάλια –μεγάλες χοντρές σταγόνες– σε δύο ή και τρία μέτρα απόσταση. Ύστερα τσάκισε το υοειδές κόκαλο κομματιάζοντας τον θυρεοειδή χόνδρο. Στη συνέχεια και παρά το τρόχισμά της η κάμα φάνηκε να στομώνει. Όταν τελικά έφτασε στους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς τους ξεπέρασε δουλεύοντας το μαχαίρι ανάμεσα στα κενά, «τέχνη» που ο Καλαϊτζής την ήξερε πολύ καλά από τα σφαχτά του. Έπειτα έπιασε από τα μαλλιά το κομμένο κεφάλι και το έδειξε στον Πετράκη. Ο μοίραρχος ένιωσε το στομάχι του να ανεβαίνει και γύρισε αλλού το πρόσωπο…»…  

Ο «βασιλιάς των Ορέων» είναι νεκρός. Το κεφάλι του, καθώς και εκείνα των σκοτωμένων του συντρόφων, κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης, επάνω σε ένα κοντάρι, κοντά στο δικαστήριο, για να βάζει μυαλό ο κόσμος και να μη του μπαίνουν ιδέες.

Ύστερα το κεφάλι του Γιαγκούλα μουμιοποιήθηκε και μαζί με το μαχαίρι του, την «Παρδάλα» εκτίθενται στο Εγκληματολογικό Μουσείο. Πάνε τα ψηλά βουνά, τα σύννεφα και ο κρύος αέρας.

Σβήστηκαν οι ανατολές και οι νύχτες και τα αστέρια για σπίτι και τα ολόγιομα φεγγάρια. Σώπασε το θρόισμα των ελάτων, η άγρια ζωή, η απόλυτη ελευθερία, η τρέλα του αίματος πάνω σε λεπίδες, οι ανάσες των όμορφων με φόβο και λαχτάρα σε αγκαλιές.

Τελικά, η χωροφυλακή άφησε την δική της καρτ βιζίτ και γέλασε τελευταία…