Καιρό πολύ ο φασισμός της διπλανής πόρτας, απενοχοποιημένος lifestylίστικα, γιγαντωμένος σαν τέρας, σαν εφιάλτης ταϊσμένος από ανεργίες, αποκλεισμούς, απογοητεύσεις, αμορφωσιά, ευθύνες ορφανές που κάνεις δεν ανέλαβε ποτέ, σκόρπιζε τρόμο κρυμμένος πίσω από μια μάσκα ανόσιας οικειότητας, σαν θάνατος φρικτός, που κυνηγάει ντυμένος κλόουν ψυχούλες.

Ο παραλογισμός βαφτίζονταν στο μίσος και αναβαπτίζονταν σαν κακή οπερέτα σε βουλευτικά έδρανα, όπου το απόλυτο, το πιο σκοτεινό μαύρο, μασκαρεύονταν κοστούμι και δένονταν με γραβάτα.

Το αφήσαμε; Το σκεπάσαμε; Το υποτιμήσαμε; Το φοβηθήκαμε; Πάντως το κλωσήσαμε όλοι μαζί, βουτηγμένοι στην σιωπή, το αβγό του φιδιού και νάτο τώρα Λερναία Ύδρα, με κεφάλια που δεν κόβονται αλλά δηλητηριάζουν με τη στάλα του σάλιου τους κάθε τόπο που σταλάζουν.  

Να πεις τι; Πώς να μετρήσεις την απόγνωση; Πώς να κοιτάξεις στις αβύσσους που σε κοιτούνε πίσω, ώσπου να σε τραβήξουν στο κενό τους;

Νύχτα. Ένας άντρας, νέος, όπως πάντα οι γενναίοι, που δεν ήθελε να γίνει ήρωας, να του γράφουν τραγούδια, να του κάνουν αφιερώματα, παρά ήθελε να ζήσει με τους δικούς τους όρους. Να υπάρξει με ψωμί, με παιδεία και ελευθερία…

Δύσκολα πράγματα αυτά. Σύνθημα έμειναν και πάει. Ανταλλάχτηκαν με μεζονέτες, τζιπ, κοσμοπολιτισμό βλαχορουστίκ. Την ώρα που οι αγώνες των περασμένων ανταλλάσσονταν σε ενεχυροδανειστήρια, η  κάθε ιδέα με αντίτιμα σε λαμαρίνες και ντουβάρια, την ώρα εκείνη το φίδι σήκωνε κεφάλι ανατριχιαστικό μέσα στις δηλητηριώδεις φολίδες του

…Και πάει ο Παύλος Φύσσας. Στο Κερατσίνι. Νύχτα ώρα, γιατί οι φονιάδες πάντα το φοβούνται το φως και την μέρα. Πάει ο καιρός. Περνάει αυτός, άλλωστε, δίχως να κοιτάει ποτέ όχι τη δική σου μόνο μελαγχολία, αλλά και την απόγνωση, τη φρίκη, το φόβο. Έχει, τώρα, αφιερώματα, έχει χρόνο τηλεοπτικό, έχει τα τραγούδια του να ακούγονται, έχει μεγαλοστομία, έχει πολύ θόρυβο, πολύ φλυαρία, τόση κουβέντα.

Από όλους εκείνους που σιωπούσαν όταν έπρεπε να μιλήσουν, να κραυγάζουν, να κατονομάσουν, να αντισταθούν, να μπουν μπροστά, να καταδικάσουν… άρα τώρα; Τι λέξεις ψάχνουμε να βρούμε, τώρα; Πώς αυτές να γεμίσουν συγγνώμη, μεταμέλεια, ενοχή, θλίψη; Δεν υπάρχουν οι λέξεις, μαχαιρώθηκαν στην καρδιά, μια νύχτα του Σεπτέμβρη, σε ένα δρομάκι, στο Κερατσίνι

Και θρηνούσε η κάθε μάνα στον Ματωμένο γάμο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που και εκείνος πάει και χάθηκε από φασίστες, με ήχους ποιητικούς ένα θρήνο.

Μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ να ταιριάζει και να με συγχωρείτε που τόση φτώχια έχει το μυαλό μου και ντρέπομαι να μιλήσω, απόψε…

… μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
Μα κείνο μπαίνει παγωμένο
Στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,

Και σταματάει εκεί που τρέμει
Θολή κι αξήγητη για πάντα
Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.

Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι
Ένα μικρό μικρό μαχαίρι,
Ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
Π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει…