Ένας θείος, με σπουδές στην Αγγλία, αριστερός, τρυφερός σε όλα τα παιδιά, ταξιδεμένος, γλεντζές, να τραγουδάει με ωραία φωνή στα οικογενειακά Κυριακάτικα, πάντα φωτεινά και ηλιόλουστα, τα θυμάμαι, τραπέζια. Ο θείος μου ο Κώστας Τ. είναι ένας γλυκός άνθρωπος, από κείνους που σε καθοδηγούν στα αλήθεια σ’ αυτό που μεγαλώνοντας θα γίνεις. Ένας οδηγός, ένας δάσκαλος ζωής!
Ένα Σεπτέμβρη του 1984, με πήρε απ το χέρι και μου ‘πε πως θα πάμε να πούμε “αντίο” σε ένα σπουδαίο άνθρωπο. Βρήκα πολύ φυσικό ότι πήγαμε σε κηδεία, αν και μέχρι τότε οι γονείς μου απέφευγαν να με εκθέσουν σε κάθε επαφή με τον θάνατο. Θυμάμαι παντού λουλούδια. Θυμάμαι μαύρα ρούχα. Την Τσανακλίδου στην αγκαλιά του Άλκη Κούρκουλου. Την Αλεξίου σπασμένη κρυσταλλάκια. Την Γαλάνη, τη Φαραντούρη με μεγάλα μαύρα γυαλιά, κρυμμένα δάκρυα σε ιδιωτικούς λυγμούς!
Θυμάμαι τον Μάνο Λοΐζο, ξαπλωμένο στο τελευταίο μαξιλάρι της ζωής του, να είναι ο πρώτος νεκρός που είδα ποτέ και να μου φαίνεται σα να κοιμάται. Ήταν ωραίος σαν Άγιος. Τα μαλλιά του απλωμένα, γλυκό πάντα το στόμα του, σε αμυδρό χαμόγελο, απαλές γραμμές το πρόσωπο του.
Ίσως να μην είναι όλα ζοφερά στο τέλος σκεφτόμουν, εγώ, ίσως να σήκωσε το πέπλο του θανάτου και αυτά που είδε να τον ηρέμισαν και να του έδωσαν αυτή τη γαλήνη δώρο! Ο θείος μου βούρκωνε για τον φίλο του, για τον μουσικό που αγαπούσε, για τη νιότη που μοιράστηκαν, για τις ιδέες που ερωτεύτηκαν. Γύρω μου αποχαιρετισμοί και στεναγμοί για αυτό το αιώνιο και τι να σημαίνει το γαμη@@νο το ποτέ!…
Τον είδα τον Μάνο Λοΐζο, στο τέλος του λοιπόν! Είναι από τότε κάτι δικό μου, μέρος μου, συγγενής μου και αυτός. Και έχω τα τραγούδια του, εκείνου του ωραίου Έλληνα που μεγάλωσε στην διασπορά, στην Αλεξάνδρεια, όπως οι σπουδαιότεροι αυτής της ράτσας, καλύτεροι πάντα οι εκτός από τους εντός. Και σαν και τώρα αγοράζω ένα δίσκο του σε βιβλίο και ακούω συνέχεια «Τι ζητά και το σπίτι μας κοιτά;» για τον Τσε Γκεβάρα και «κι αν είμαι rock μη με φοβάσαι, έγινα κιόλας τριάντα χρονών, νύχτες αγρύπνιας να με θυμάσαι, anafranil και triptizol. Μη με φοβάσαι, μη με φοβάσαι, νύχτες αγρύπνιας να με θυμάσαι, μη με φοβάσαι μη με φοβάσαι, κι αν είμαι rock να με θυμάσαι…», χωρίς καν να κατανοώ, ούτε το ποιος είναι rock, ούτε πώς είναι να σαι 30 χρονών, ούτε και αν οι ξένες λέξεις ήταν για χάπια. Υπνωτισμένη άκουγα κι ας μη καταλάβαινα…
Και μετά οι σχολικές εκδρομές και στα πούλμαν να δεσμευόμαστε για πάντα και «τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει, όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός»… Όχι! Δε θα περάσει Μάνο Λοΐζο και ορκιζόμαστε με τραγούδια…
Και κρατώ έναν στεναγμό, για το αν θα ζούσε κι άλλο, πόσα τραγούδια θα ένιωθε ακόμα, να σκορπίσει αβίαστα σα χαμόγελα εγκάρδιου ανθρώπου; Αχ χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις σε αυτόν τον γκρίζο τον ουρανό, όμως και ακόμα σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό και έλα να σου δείξω τις τριανταφυλλιές και μέρα εκείνη δεν θα αργήσει, ξενιτεμένο πουλί, σε πήρε κάποτε η δύση, σε ξαναφέρνει η ανατολή και αυτή η βεβαιότητα της πορτοκαλί λιακάδας που θα ‘ναι πάντα, φωτοστέφανο γύρω μας και πως, ναι, θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, θα τον κρατήσουμε τον ήλιο σίγουρα, ναι, πάνω στις στέγες, μέσα στις καρδιές, καλημέρα ήλιε καλημέρα…
Μάνος Λοίζος: 22 Οκτωβρίου 1937, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου – 17 Σεπτεμβρίου 1982, Μόσχα.