Ο διορισμένος από την Χούντα ως δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης, έλαβε και πραγματοποίησε την πρώτη του μεγάλη απόφαση: «Λουκέτο» στην Τρούμπα.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1968 και το καθεστώς ήθελε μόνο την «καθαρότητα». Η Τρούμπα ήταν «βιτρίνα» του λιμανιού και έπρεπε να «καλωπιστεί». Μοναδικό εμπόδιο, «τα σπίτια» και η «αλητεία» που μαζευόταν στα καμπαρέ από τα καράβια στο λιμάνι. Όλοι εκεί πήγαιναν.
Έκτος στόλος δεν υπήρχε πια και το δολάριο «καλώς μας άφησε», οπότε δεν είχε και τίποτε να χάσει ο δήμαρχος: Έβαλε ταφόπλακα στα μπουρδέλα, την αλητεία, το χασίσι και μαζί στην αυθεντικότητα των ανθρώπων της νύχτας. Και «ξεσπίτωσε» τις ιερόδουλες, μαζί με την αξιοπρέπεια που έδιναν στο επάγγελμά τους τα σπίτια και τα καμπαρέ αυτής της γωνιάς του Πειραιά, ωθώντας τις στο πεζοδρόμιο και τις εβδομαδιαίες «επισκέψεις» στην Ασφάλεια.
Η Τρούμπα ήταν όλα μαζί. Ρυπαρή και διάφανη. Συναρπαστική και μονότονη. Είχε τα πάντα: ιερόδουλες, σωματέμπορους, ρουφιάνους της αστυνομίας, αγόρια που ήθελαν να γίνουν άνδρες, γυναίκες που ονειρεύονταν πως ακόμη είναι κορίτσια. Εκεί μαζεύονταν τα «κατακάθια» της κοινωνίας. Εκεί απευθύνονταν οι «καθωσπρέπει» πατεράδες για τις ανάγκες των κανακάρηδων. Εκεί όλα τα πάθη, εκεί και το χρήμα. Εκεί και τα Όσκαρ.
Η γραφικότητα της περιοχής αποτέλεσε ιδανικό σκηνικό για πολλές ελληνικές ταινίες που είτε διεκδίκησαν («Κόκκινα Φανάρια») είτε απέσπασαν ένα Όσκαρ («Ποτέ την Κυριακή»).
Στα σοκάκια και τα καμπαρέ της ψέλισαν τις πρώτες τους ατάκες πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί, όπως ο Φαίδων Γεωργίτσης και η Ελένη Ανουσάκη. Σε ένα από τα παράθυρά της ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού που έκανε την Ελλάδα να ανατριχιάσει.
Και αν δεν αποφύγαμε τον πειρασμό να μετατρέψουμε το αφιέρωμα σε «αγιογραφία» της Τρούμπας, είναι γιατί από την προσπάθεια εξάλειψης των… νοσηρών φαινομένων της κοινωνίας, τίποτα καλό δεν προέκυψε.
Οι ιερόδουλες συνέχισαν να εργάζονται, πλέον χωρίς χαρτιά, χωρίς υγειονομική κάλυψη, χωρίς κανόνες, χωρίς αξιοπρέπεια. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα ελάχιστα καμπαρέ της περιοχής συνέχιζαν να λειτουργούν σε μια νοσηρή παρακμή που δεν έκρυβε ούτε την ελάχιστη λούμπεν αυθεντικότητα.
Την περιοχή έπνιξαν τα τεράστια γυάλινα κτίρια που στεγάζουν ναυτιλιακές εταιρείες και σήμερα έχουν περικυκλώσει τα ελάχιστα νεοκλασσικά που αντιστάθηκαν στην κατεδάφιση.
Κι ο Πειραιάς δεν είναι πια λιμάνι. Είναι ΛΙΜΕΝΑΣ εμπορικός που «πνίγει» κάθε τι το ανθρώπινο μέσα στο βιαστικό πλήθος που τρέχει από το τρένο να προλάβει το καράβι, ή από το καράβι να προλάβει το τρένο, χωρίς μια στάση στην κακόφημη περιοχή.
Και τη νύχτα, η Τρούμπα ερημώνει. Κι όλα όσα δεν φοβήθηκε ο διαβάτης του 1930, του 1950, του 1966, που τα σοκάκια της έσφιζαν από ζωή, τα φοβάται σήμερα που, αν χάσει το δρόμο του και από ατυχία βρεθεί εκεί, προσπαθεί να φύγει τρέχοντας, κυνηγημένος από την ίδια τη σκιά του.