– Φάγατε; Τι φάγατε; Α λαδερά, ωραία. Όχι εγώ από χτες έχω κάτι μπριζόλες.
– Έλα, που είσαι; Εγώ εδώ.
– Έλα μάνα, άνοιξε το θερμοσίφωνο γιατί έρχομαι και θα φύγω αμέσως.
– Με πήρες; Ούτε εγώ σε πήρα. Ε τότε ποιος με πήρε; Εσύ δεν πήρες; Εγώ θα σε έπαιρνα μετά.
– Περίμενε γιατί είμαι στον καμπινέ και δεν πιάνει σήμα εδώ μέσα.
– Στο σουπερμάρκετ είμαι, πως τις είπες τις σερβιέτες που θες;
– Δε σε ακούω, εσύ μ’ ακούς; Ναι, αν με ακούς λέω. Α’ μ’ ακούς; Ναι τώρα σε ακούω κι εγώ.
– Το βρήκες το δαχτυλίδι; Ψάξε εκεί που είναι τα cd του Πάριου, εκεί το άφησα μου φαίνεται.
– Τι καιρό κάνει εκεί; Έλα ρε, εδώ μας έχει πεθάνει στη βροχή. Α, έριξε κι εκεί ψιχάλα, ε λογικό.
– Αγαπούλα δεν μπορώ να σου μιλήσω γιατί έχω μπει με το κινητό στην πισίνα να βγάλω ίνσταγκραμ.
– Θα σε πάρω μετά, βλέπω Σουλεϊμάν.
– Σινεμά είμαι ρε μαλάκα. Βλέπω μια πίπα, δεν φαντάζεσαι. Μην πας να το δεις, ο δολοφόνος μάλλον είναι ο ψάλτης γιατί τη γυναίκα του την πήδαγε ο παπάς.
– Ο Τάσος είμαι. Να σου πω, έχω αφήσει ο μαλάκας το στρινγκάκι μου στο μπάνιο, κρύψε το ρε σε κανένα συρτάρι γιατί το βράδυ έρχεται ο πατέρας μου και ποιος τον ακούει.
– Έλα μη μου πεις. Σοβαρολογείς; Α πα πα πα, μη μου πείς. Ναι ε; Για λέγε…
– Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα είμαι στο λεωφορείο και με ακούει κόσμος. Όχι, καλέ, τελικά απλά μουνόψειρες ήταν. Ε, που να ξέρω που τις κόλλησα με τόσους που πήγα στο νησί; Θα στα πω από κοντά, με κοιτάνε όλοι περίεργα.
– Που θα δώσουμε ραντεβού; Στην Ακρόπολη; Ναι εντάξει. Να σου πω, κατά που πέφτει η Ακρόπολη;
– Τι ακούγεται καλέ από μέσα; Α η τηλεόραση. Και γιατί φωνάζουν έτσι; Τι παίζει;
– Δε θα αργήσω να γυρίσω αλλά αν αργήσω θα σε πάρω να σου πω ότι θα αργήσω.
– Καλά είσαι; Τα παιδιά καλά; Μπράβο. Εγώ έτσι κι έτσι, με έχει πεθάνει ο κάλος μου.
– Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, κάνω μαλλιά.
– Θα έρθεις; Δε θα έρθεις; Έλα ρε. Καλά θα έρθω εγώ.
– Λέω να πάμε κανένα σίνεμα, ψήνεσαι; Όχι ε; Τώρα που το λες ούτε εγώ έχω πολύ όρεξη.
– Μην πεις ότι είμαι εγώ στο τηλέφωνο.
– Πες στον Γιώργο να πάρει τηλέφωνο την Ντέζι γιατί τον ψάχνει η Καίτη για να της δώσει το νούμερο του Δημήτρη.
– Στο γραφείο είμαι, ναι καλέ στη δουλειά πολύ πήξιμο. Όχι δεν ενοχλείς, έλα να τα πούμε που έχουμε χαθεί.
– Ναι τη βλέπω τώρα στο μπαλκόνι απέναντι, περίμενε να της φωνάξω: Σούλα, η Κίτσα είναι σου στέλνει φιλιά.
– Μην πεις καμιά μαλακία, το έχω σε ανοιχτή ακρόαση.
– Έλα μωράκι μου να πεις γεια στον μπαμπά που ταξιδεύει. Έλα ρε σκασμένο το κέρατό μου μέσα που μου έχεις βγάλει την πίστη. Φαγωθήκατε όλοι οι μαλάκες να μην κάνω έκτρωση.
– Ρε συ Κίτσα, μπας και ο Μάκης είναι πούστης;
– Με ποιον είσαι μωρή πουτάνα και βογκάς έτσι; Τι, χαϊδέυεσαι και σκέφτεσαι εμένα; Λουλουδάκι μου εσύ.