10 χρόνια πέρασαν από το “μαγικό” καλοκαίρι του 2004 και όμως, πολύ λίγα ακούστηκαν για την ιδιαίτερη αυτή επέτειο. Πολύ λίγα ως ελάχιστα. Γιατί όμως;

Από το 2004 εώς και σήμερα, η “μεγάλη γιορτή του αθλητισμού”, η “ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα”, το “εφαλτήριο του τουρισμού”, η  “επιστροφή του Ολυμπιακού ιδεώδους σπίτι του” σταδιακά κατέληξαν να μετονομαστούν σε “πάρτι δισεκατομμυρίων”, “αίσχος του αιώνα”, το “μεγάλο πλιάτσικο”, η “αρχή της κατηφόρας προς την κρίση.” Και ποιος θα έβρισκε άτοπους αυτούς τους χαρακτηρισμούς; Τα στοιχεία και οι αποκαλύψεις υπάρχουν.

Τα Ολυμπιακά ακίνητα που στέκουν και ρημάζουν γύρω μας, μας το υπενθυμίζουν καθημερινά. Οι περισσότεροι προτιμούν να ξεχάσουν. Από θυμό, από αγανάκτηση, από ντροπή και από την αίσθηση του κενού που αισθάνεσαι μέσα σου όταν θυμάσαι τότε που ζητωκραύγαζες αυτούς που μετά σου τη φέρανε. Ήταν όμως όλα εκείνες τις μέρες ένα τεράστιο μηδέν, μια φούσκα εκατομμυρίων ευρώ που έσκασε στα χέρια λίγων και τίποτε άλλο; Για πολλούς από μας που ζήσαμε αυτές τις μέρες και δουλέψαμε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όχι…

Είναι δύσκολο να υπερασπίζεσαι μια τέτοια άποψη εν καιρώ κρίσης. Πολλοί δίκαια αντιλέγουν ότι ο εθελοντισμός του 2004 προσέφερε τζάμπα εργατικά χέρια σε ένα διεθφαρμένο θεσμό με ακόμα πιο διεφθαρμένους ιθύνοντες. Πολλοί άλλοι όμως, όψιμοι μεγάλοι επαναστάτες, είναι οι ίδιοι που θα σε κοίταζαν έκπληκτοι 10 χρόνια πριν και θα σου έκαναν την ερώτηση-γροθιά στο κατεστημένο: “Μα πας καλά που θα χάσεις τις παραλίες και τα beach bar σου για να κάτσεις να χαλιέσαι Αύγουστο στην Αθήνα;”

Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε έναν άνθρωπο που δεν υπήρξε εθελοντής το 2004, το κλίμα που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Στην Αθήνα, είμαστε ανέκαθεν συνηθισμένοι στον τουρισμό και στην έκθεση στο διεθνές στοιχείο αλλά ποτέ στο βαθμό εκείνων των ημερών. Άνθρωποι από κυριολεκτικά κάθε χώρα, φυλή και θρησκεία να κυκλοφορούν στη βαρετή, καθημερινή σου διαδρομή προς τη δουλειά. Να σε ρωτάνε πληροφορίες, να επικοινωνούν, να φλερτάρουν, να διασκεδάζουν.

Η πόλη, μια κούκλα, έστω και προσωρινά. Ο ΗΣΑΠ να έχει μεταμορφωθεί για λίγες ημέρες σε μετρό του Λονδίνου: ο ένας πάνω στον άλλο, να ακούς παντού γύρω σου γλώσσες διαφορετικές, Αφρικανούς με παραδοσιακές ενδυμασίες, Καναδούς backpackers, καλοβαλμένους Λατινοαμερικάνους. Το Μοναστηράκι, η Πλάκα, το Θησείο, παντού μια γιορτή πολυπολιτισμικότητας και πολυφυλετικότητας.

Αυτό που μένει είναι ο κόπος και η βοήθεια των εθελοντών στο μέσο άνθρωπο. Όχι, δεν οδηγούσαμε όλοι τη λιμουζίνα του Ζακ Ρογκ ούτε κόβαμε το γκαζόν και εκτοξεύαμε τα καταστροφικά πυροτεχνήματα του ζεύγους Αγγελοπούλου. Οι εθελοντές βοήθουσαν απλό καθημερινό κόσμο: ανθρώπους που είχαν χαθεί, ανθρώπους που δεν μιλούσαν αγγλικά, ανθρώπους που είχαν αργήσει κολλημένοι στην Αθηναϊκή κίνηση και βιάζονταν να φτάσουν εκεί που έπρεπε να έχουν ήδη φτάσει. Οι εθελοντές οδηγούσαν μεταφορικά μέσα, καθοδηγούσαν, βοηθούσαν. Ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια όλων των παρευρισκομένων στις εγκαταστάσεις. Ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της σωστής διεξαγωγής όλων των αθλημάτων: Από την απονομή μεταλλίων μέχρι το μάζεμα και καθάρισμα του τελευταίου αποδυτηρίου. Εκμετάλλευση; Χαμαλίκι; Μοντέρνα δουλεία; Λαϊκιστί, μαγκιά μας.

Σίγουρα κάτι παραπάνω συνεισφέραμε από τους επαναστάτες της ξαπλώστρας και του “Ελλαδάρα πάμε γερά” (…και μη μου πείτε ότι εσείς δεν πανηγυρίζατε ελληνικά μετάλλια, γιατί θα σας μαλώσω…).

Εύφημος μνεία στην συμμετοχή ομογενών και ξένων εθελοντών, που ήταν με το παραπάνω συγκινητική. Έλληνες της Αυστραλίας, της Αργεντινής, της Νότιας Αφρικής, ξένοι με έναν παππού Έλληνα κάπου στο μακρινό παρελθόν, Ευρωπαίοι, άνθρωποι που ταξίδεψαν μέχρι την Αθήνα από κάθε μεριά της Γης χάρισαν εθελοντικά την εργασία τους για ένα κοινό σκοπό.

Εύφημος μνεία, ακόμα περισσότερο, στους εθελοντές των όχι τόσο γκλαμουράτων αλλά τόσο ουσιαστικών Παραολυμπιακών Αγώνων. Σχέσεις ανθρώπινες που δημιουργήθηκαν και έμειναν. Μικρές πινελιές ομορφιάς και ανθρωπιάς μέσα στην αμαυρωμένη από τη μίζα και τη ρεμούλα γιορτή. 

Όχι λοιπόν, δεν ήταν όλα ένα τεράστιο μηδέν. Κάτι μας έμεινε από αυτή την ιστορία. Αναμνήσεις, στιγμές και ανθρωπιά. Γιατί μπορεί το εμβληματικό καραβάκι με το μικρό αγόρι και το σημαιάκι τελικά να έπλεε σε θολά και βρώμικα νερά. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ όμως το χαμόγελό του.

 

*Η Αγγελική Τσαπατσάρη είναι νομικός, ζει και εργάζεται στην Ολλανδία.