Ο Rene Goscinny ήταν αυτό που λέμε ξεχωριστή περίπτωση. Ήταν αυτό που έγραφε κάτω απ’ την φωτογραφία του Δομάζου, στο παλιό καφενείο απέναντι απ’ το γήπεδο της Λεωφόρου: “Κάθε εκατό χρόνια”. Ήταν ο νούμερο ένα χιουμορίστας στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, όπως ήταν για το πρώτο μισό εκείνο το παλιόμουτρο ο Wodehouse. Πιο πάνω κι απ’ τον αναρχοαυτόνομο Terry Southern, πιο πάνω κι από τον ακαταμάχητο Dario Fo, πιο πάνω κι από τον σατανικό Luis Bunuel, πιο πάνω κι από τον δικό μας μικρό θεό, τον Μποστ.
Ο Goscinny τα είχε όλα. Διεισδυτική ματιά, ευρύτητα πνεύματος, κοφτερό μυαλό, αλλά και συμπάθεια ακόμη και για τα πιο γελοία των υποκειμένων του. Σατίριζε, ειρωνευόταν, τσίγκλιζε, αλλά ποτέ δεν ισοπέδωνε. Ούτε καν τους δόλιους τους Ρωμαίους, που τρώγανε πάντοτε της χρονιάς τους από τον Αστερίξ και τον Οβελίξ. Διότι γνώριζε πολύ καλά την ουσιώδη διαφορά, που διακρίνει το χιούμορ από τον χαβαλέ. Και ήξερε ότι με μια οδοντογλυφίδα μπορείς να ανατρέψεις ένα βουνό. Αρκεί να βρεις το αδύνατό του σημείο.
Δυστυχώς τον χάσαμε πολύ νωρίς, στα 51 του χρόνια. O Rene Goscinny έκλεισε τα μάτια του το 1977, έχοντας προλάβει να ολοκληρώσει 24 άλμπουμ του Αστερίξ. Βάλτε και Λούκυ Λουκ στην εξίσωση, βάλτε και Ιζνογκούντ και Μικρό Νικόλα, αλλά ας επιμείνουμε στους ήρωες του Γαλατικού χωριού.
Όσο λοιπόν έζησε και παρήγαγε ο Goscinny, τα άλμπουμ του Αστερίξ ήταν πραγματικά πρώτης γραμμής. Όλα, ανεξαιρέτως, ένα προς ένα ακόμη κι εκείνο το “Ο Αστερίξ και οι Βέλγοι“, που έφερε ύποπτα σημάδια χειραγώγησης από τον σκιτσογράφο σύντροφό του, τον Albert Uderzo.
Το γράφω αυτό διότι, στο συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν ευδιάκριτα τα σημάδια της χοντράδας που συνόδευσαν τις κατοπινές (υπογεγραμμένες μόνο από τον Uderzo) περιπέτειες του Αστερίξ. Το “Ρόδο και Ξίφος” για παράδειγμα, την “Μεγάλη Τάφρο”, τον “Γιο του Αστερίξ”, το (μακράν το χειρότερο όλων) “Ο Αστερίξ και η Λατραβιάτα”. Καταστάσεις τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά, κρυάδες κατά συρροήν, χοντράδες μόνο και μόνο για να οπτικοποιηθεί η ματαιοδοξία του σχεδιαστή. Πουθενά η οικονομία, πουθενά η λεπτότητα, πουθενά η ισορροπία του Goscinny. Λες και ήθελε να πάρει την εκδίκησή του ο Uderzo, λέγοντάς μας με πλάγιο τρόπο “ορίστε, δεν έχω ανάγκη κανέναν”.
Ώσπου έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και αποσύρθηκε κι αυτός. Έφτασε 87 ετών, μεγάλωσε, κουράστηκε και παρέδωσε τα σκήπτρα στον σεναρίστα Jean-Yves Ferri και στον σκιτσογράφο Didier Conrad. Οι δυο τους υπογράφουν το άλμπουμ “Ο Αστερίξ στους Πίκτους“, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Μαμούθ Κόμιξ“. Μια προσπάθεια που χαιρετίζεται με λόγια θερμά από τον Uderzo και την Anne (κόρη του Rene) Goscinny και υπόσχεται “νέες περιπέτειες προς μεγάλη ευχαρίστηση των αναγνωστών”.
Μάλιστα. Την κρατάει όμως την υπόσχεσή της; Αν στόχος είναι οι αναγνώστες κάτω των 15 ετών, η απάντηση θα μπορούσε να είναι θετική. Για τους υπόλοιπους, ωστόσο, αυτούς που ποτέ δεν ντράπηκαν να συνδυάσουν την ενηλικίωση με την ανάγνωση κόμικς, το “όχι” έρχεται αμέσως στα χείλη. Παρότι οι δημιουργοί κλείνουν το ματάκι στους μεγαλύτερους με κόλπα μεταμοντέρνα (βλέπε τον πρωταγωνιστή Πίκτο που μιλάει ενίοτε με τίτλους γνωστών τραγουδιών…), είναι σαφές ότι τα παιδιά έχουν κυρίως στο νου τους και ότι απευθύνονται κατά βάση στο κοινό του merchandise.
Σε εκείνα δηλαδή τα πλάσματα που αναζητούν παράλληλες με την ανάγνωση συγκινήσεις στα κουκλάκια, στα μπλουζάκια και στα θεματικά πάρκα. Σε όσους νεοσσούς κατανοούν τον Αστερίξ και τον Οβελίξ ως περσόνες και όχι ως πρόσωπα και αδυνατούν να ρίξουν μια ματιά πίσω απ’ το μύθο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι Conrad και Ferri διάλεξαν για την πρώτη τους προσπάθεια την εύκολη συνταγή της επίσκεψης σε ξένη χώρα (βλέπε παλαιότερα τον Αστερίξ στη Βρετανία, στους Ολυμπιακούς, στην Ελβετία κλπ. κλπ.), προκειμένου να αποκομίσουν σίγουρα χαμόγελα.
Με δυο λόγια; Με δυο λόγια, καλό είναι που ξεπεράστηκε ο δευτεροκλασάτος σαματάς του Uderzo, κακό είναι που ο Αστερίξ από έργο υψηλής τέχνης μεταμορφώθηκε οριστικά σε καρτουνάκι για πιτσιρίκια. Μπορεί στη Γαλλία να γιορτάζουν κάθε νέο άλμπουμ ως πολιτιστική προσφορά, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα ήταν καλύτερο η σειρά να είχε διακοπεί στα τέλη των seventies. Και να διατηρείτο ως πολύτιμη κληρονομιά και όχι ως ζαρζαβατικό που μαράγκιασε στο ψυγείο.