Στο γραφείο πανικός. «Πέθανε ο Αντώνης Βαρδής;» Μπαίνουμε στο Internet. Βρίσκουμε δέκα site που το επιβεβαιώνουν. Με συνοδευτικό δραματικό κείμενο προκάτ νεκρολογίας όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.

Τα παιδιά εδώ συγκινημένα. Παρ’ όλα αυτά δεν προχωρούν στη δημοσίευση της είδησης και καλά κάνουν. Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τον κόσμο του Internet. Μισή ώρα αργότερα κι αφού η είδηση είχε αναπαραχθεί με ρυθμό αστραπής και κανένα τσεκάρισμα, σοκαρισμένος ο γιος του Γιάννης, απαντάει με τρεις αναρτήσεις στο twitter μία εκ των οποίων απεικονίζει τον πατέρα του να κάνει κωλοδάχτυλο:

«Ρε παιδιά τι λέτε; Μια χαρά είναι ο πατέρας μου».

«Κάποιος να μου βρει τον κύριο που έγραψε ότι έφυγε ο πατέρας μου. Να μάθω ποιος ήθελε να πάρει ακόμα και τώρα λάμψη από έναν φωτεινό άνθρωπο.»

Στα επόμενα λεπτά, η είδηση αποσύρθηκε κακήν κακώς κι από το το αρχικό site αλλά και από αυτά που την αναπαρήγαγαν. Οι ανεύθυνοι που ονομάζουν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους, έχουν μόνη τους δουλειά να κάνουν αντιγραφή ότι ανεβάζει ο κάθε μαλάκας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, για να μη χάσουν την πρωτιά του θέματος.

Οι ίδιοι ακριβώς, με τα αντανακλαστικά του πεινασμένου και ψωνισμένου αρπακτικού, παρακολουθούν όπως οι γριές τις σαπουνόπερες, ότι ανεβάζει κάθε διάσημος στο ίντερνετ. Και σε αυτήν την περίπτωση εννοείται πως είχαν κολλήσει στο τι θα πει δημόσια ο Γιάννης Βαρδής.

Και μετά χέστηκαν πάνω τους. Και η ιντερνετική δημοσιογραφία με την ψυχωτική μανία της ταχύτητας, έχασε ακόμα ένα κομμάτι από την αμφισβητούμενη αξιοπρέπεια της. Προσβάλλοντας όχι μόνο έναν άνθρωπο. Αλλά και όλους εμάς που εργαζόμαστε σε αυτό το μέσο, προσπαθώντας να αποδείξουμε τη δύναμη, την αμεσότητα και την αξιοπιστία του.