Το Χυτήριο, πέτρινο, με σηκωμένη την υψικάμινο σαν δάχτυλο προς τον Θεό, να υπονοεί ένα μαθητικό «Κύριε; Κύριε;», ειπωμένο όμως από εργάτες που κάποτε κάνανε εδώ μέσα την σκληρότερη δουλειά στην Αθήνα και γυρεύουν δικαίωμα στη μνήμη. Τώρα, ο χώρος έχει φώτα, τραπέζια, πέτρα και ξύλο, λουλούδια και δέντρα. Η Ιερά οδός, σκοτεινή, αιώνια, με λερωμένη ιερότητα, τόσο down town πια, που ανάγεται σε εμβληματική! Τετάρτη βράδυ στην πληγωμένη κάρδια της ασθμαίνουσας, κουρασμένης, βαριάς, μεροκαματιάρας, ταπεινωμένης Αθήνας, ικανής μόνο στο σχήμα να θυμίζει αμυδρά, την ωραιότητά της!  Ο Γεράσιμος Γεννατάς παρουσιάζει πολιτική επιθεώρηση διαμαρτυρίας «Πατριδογνωσία ή τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη». Σατιρίζει καταστάσεις και πρόσωπα, μοιράζεται μαζί μας σκέψεις και συναισθήματα, ιδέες και προβληματισμούς. Στην παράσταση ακούγονται ζωντανά, σε πρώτη εκτέλεση, μελοποιημένα ποιήματα των Μπρεχτ, Μαγιακόφσκι, Λασκαράτου, Έλιοτ, Σαχτούρη, Τζόυς, απ’ τον ίδιο τον συνθέτη Γιώργο Κομπογιάννη κι άλλους τρεις μουσικούς. Η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά κι ο κόσμος ολόκληρος αποτελούν μια αρένα ανθρώπινης εξαθλίωσης όπου πρωταγωνιστούν σύγχρονοι τύραννοι, με θεατές τους λαούς, και σκηνές από σκληρούς αγώνες και προδομένα όνειρα.

«Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
Έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;».

Αυτά γράφει το δελτίο τύπου. Τώρα στις θέσεις, με τα φώτα να μην χαμηλώνουν ακόμα, η παράσταση αρχίζει με τον ηθοποιό να βάζει από την πίσω πόρτα θεατές και να τους λέει να βιαστούν να καθίσουν στις θέσεις τους. Μαγιακόφσκι. Η μάτια του ποιητή στην πλατεία και στα γεμάτα θέατρα και θεωρεία. Μετά ένα κείμενο – ανατριχίλα του ίδιου του Γεννατά για τον «Κοριό» που τρυπώνει σε ιδέες, κείμενα, κανάλια, γραπτά, ζωές. Γίνεται ο ίδιος Κοριός, εφοριακός – αφέντης της γραφειοκρατίας, μικρός τύραννος στις ζωές των άλλων, τύραννος ιστορικός, που ξέρει πως ο «λαός φτωχός είναι πιο συνεργάσιμος», παρακρατικός του ’50, δοσίλογος με κουκούλα της Κατοχής και δείχνει με το δάχτυλο τεντωμένο τους θεατές στο κοινό, το καρφί που βασανίζει αντάρτες – «με γενιάδες, που μείνανε, άδω, να πολεμάνε», μοναχός που ψέλνει ευλογία με κρεμμυδόνερο το κοινό, χούλιγκαν της εθνικής Ελλάδος, που σπικάρει την παρέλαση από μακριά, Λιακόπουλος και Άδωνης να πουλάει βίους πολιτικούς και διαμαντιών-καλλιτεχνών, μπερδεμένα όλα μαζί, με το κιλό και το μνημονεύω, παιδάκι! 

Για μιάμιση ώρα με το σώμα και κυρίως τη ψυχή ένας πόταμος από λέξεις των ιερών κειμένων μας, λέει για ελευθερία, πολίτες, προδοσία, θυμάται τη Βάρκιζα, τον Εμφύλιο, την Κατοχή, τα ίδια λαμόγια να καταστρώνουν σχέδια χειρισμού, υποταγής, λοβοτομής ενός λαού. Τρέχει στην πλατεία, γονατίζει στη σκηνή, πηδάει σε σκαλωσιές, ακροβατεί στις κόχες του κτιρίου, πειράζει το κοινό, παίζει με τους τέσσερις μουσικούς που ζωντανά στη σκηνή συνοδεύουν τη θεατρική πράξη με μουσική. Βουρκώνει όταν θυμάται από το μαθητικό μας βιβλίο Ξενοφώντας και Πλάτωνας, τον ορισμό της Δημοκρατίας, γελάει με τον Μπρεχτ που λέει πως μόνο αν ήταν οι καρχαρίες άνθρωποι, θα ‘χε στον βυθό τάξη! Είναι όλος υγρασία και σπλάχνα, δονείται και κάνει τέχνη, πάνω από τα κεφάλια μας, στη μαύρη σκηνή που δεν τον καταπίνει αλλά τη φωτίζει, έχοντάς μας στο κόκκυγα, στην άκρη της καρέκλας, να ισορροπούμε με την σειρά μας, μεταξύ ξεκαρδιστικού, αρτεσιανού γέλιου και λυγμού πνιγμένου! Τελειώνει με έναν υπέροχο Τάσο Λειβαδίτη και το κοινό δε σηκώνεται από τις καρέκλες. Μόνο χειροκρότει. Έξω, βουτηγμένος στην αδρεναλίνη, δεν συρρικνώνεται αλλά δείχνει την αγωνία του σπουδαίου καλλιτέχνη και αμφιβάλει αν ήταν καλός. Οι θεατές τον κοιτάμε με γουρλωμένα μάτια! Είναι δυνατόν; Άλλοι, με ταλέντο στο μισό του δαχτυλάκι θα ‘ταν φουσκωμένοι από έπαρση, αυτοπεποίθηση, αλαζονεία. Και αυτός; Αυτός έχει κάθε δικαίωμα στον τίτλο τιμής του καλλιτέχνη και να κοιτάζει το κοινό κατάματα! Γιατί στέκεται στην άκρη του καιρού του ουσιαστικός, όλο παρηγοριά. Ακουμπάμε πάνω του δικούς μας στεναγμούς, αδιέξοδα, μοναξιές, ήττες, απελπισίες! Και αυτός τις σηκώνει όλες… Γιατί και αυτός πιστεύει, όπως ο Λειβαδίτης του τέλους του. Σε τι;. Σ’ αυτό.   

«Πιστεύω στον φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ’ ένα παραμύθι. Πιστεύω στο απίστευτο, που είναι η πιο αληθινή μας ιστορία. Πιστεύω στο φεγγάρι, όταν πέφτει στο πηγάδι, για να μη φαίνεται, καθώς σκύβει να το δει, η πλάτη του ραχιτικού παιδιού. Πιστεύω στα σκυλιά, που όταν γαβγίζουν σηκώνουν το κεφάλι, σαν κάποιον να κοιτάζουν που περνάει πιο ψηλά.».

(«Πατριδογνωσία ή τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη». ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ ΧΥΤΗΡΙΟ, Ιερά Οδός 44, Κεραμεικός. Ώρα έναρξης παραστάσεων: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη: 21.00)