Το ρολόι έδειχνε τρεις τα χαράματα, 8 Αυγούστου του 1963. Η αμαξοστοιχία του Βασιλικού Ταχυδρομείου εκτελούσε ως συνήθως το δρομολόγιο Γλασκώβη-Λονδίνο με οδηγό, τον Τζακ Μιλς. Ξαφνικά, εκεί, μέσα στο πυκνό σκοτάδι, έρχεται αντιμέτωπος με ένα θέαμα που του κίνησε την υποψία ότι κάτι περίεργο συνέβαινε καθώς διερχόταν τη διασταύρωση “Sears Crossing”.

Ο κατακόκκινος σηματοδότης που όπως γνώριζε από τις δεκάδες φορές που είχε εκτελέσει τη συγκεκριμένη διαδρομή, θα έπρεπε κανονικά να είναι πράσινος έτσι ώστε η αμαξοστοιχία να μπορέσει να συνεχίσει ανενόχλητη την πορεία της μέσα στη νύχτα. Κλάσματα δευτερολέπτου αργότερα, μια ομάδα δεκαπέντε αγνώστων εισβάλλει στο συρμό φορώντας μάσκες, σκουφιά του σκι και κράνη και αφαιρώντας διά της βίας, 121 ταχυδρομικούς σάκους με 2,3 εκατομμύρια στερλίνες.

Ήταν πλέον γεγονός. Εκείνη τη στιγμή λάμβανε χώρα μία από τις μεγαλύτερες ληστείες όλων των εποχών, γνωστή μετέπειτα και με την ονομασία “Μεγάλη Ληστεία του Τραίνου”, για την οποία χρησιμοποιήθηκε άπειρο μελάνι για να καταγραφεί λεπτομερώς στα έντυπα της εν λόγω εποχής, σε όλον τον κόσμο.

Δεκατρία από τα δεκαπέντε μέλη της συμμορίας συνελήφθηκαν σχεδόν αμέσως και ανάμεσά τους βρισκόταν και ο 34χρονος, Ρόνι Μπιγκς, που τα επόμενα χρόνια αναδείχτηκε στον σταρ της συμμορίας και τον αγαπημένο των λαϊκών φυλλάδων του Λονδίνου. Ο “αρχιληστής”, λοιπόν, καταδικάστηκε σε τριάντα χρόνια φυλάκισης, έπειτα όμως από δεκαπέντε μήνες απέδρασε σκαρφαλώνοντας στον ύψους 10 μέτρων περιμετρικό τοίχο του σωφρονιστηρίου Βάντσγουορθ, χρησιμοποιώντας στη συνέχεια μια ανεμόσκαλα, για να επιβιβαστεί τελικά στο φορτηγάκι που τον περίμενε.

Πέρασε από τις Βρυξέλλες και το Παρίσι μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, απέκτησε νέο, παραποιημένο, διαβατήριο και άλλαξε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με πλαστική επέμβαση πριν καταλήξει στην Αυστραλία. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Interpol βρισκόταν στα ίχνη του, κατέφυγε στη Βραζιλία όπου έζησε για αρκετά χρόνια κερδίζοντας τα προς το ζην με διάφορες απατεωνιές, όμως η Αστυνομία τον ανακάλυψε και πάλι έντεκα χρόνια αργότερα. Η “Σκότλαντ Γιαρντ”, που εντόπισε τα ίχνη του, δεν μπόρεσε να πετύχει την έκδοσή του, λόγω της εγκυμοσύνης της βραζιλιάνας φίλης του.

Το 1981 απήχθη από ομάδα βρετανών πρώην στρατιωτικών που φιλοδοξούσαν να τον οδηγήσουν πίσω στην πατρίδα για να εισπράξουν την επικήρυξη, όταν όμως το σκάφος που τους μετέφερε έπαθε βλάβη στα νησιά Μπαρμπέιντος, η κυβέρνηση της νησιωτικής χώρας αρνήθηκε με τη σειρά της να τον εκδώσει στη Βρετανία στέλνοντάς τον πίσω στη Βραζιλία κι έτσι τα σχέδιά του ανατράπηκαν για μία ακόμη φορά.

Στις 7 Μαΐου του 2001, ο 70χρονος πλέον, Ρόνι Μπιγκς, επέστρεψε οικειοθελώς στη μητέρα πατρίδα, απένταρος και με πολλά προβλήματα υγείας, με αεροσκάφος ναυλωμένο από την εφημερίδα “Sun” και εν συνεχεία, οδηγήθηκε στη φυλακή.

Το 2002, παράλυτος έπειτα από τέσσερα εγκεφαλικά επεισόδια, παντρεύτηκε τη βραζιλιάνα φίλη του Ραϊμούντα Ρόθεν, ενώ το 2009, ημιθανής, αποφυλακίστηκε έπειτα από απόφαση του βρετανού υπουργού Δικαιοσύνης Τζακ Στρο, ο οποίος επικαλέστηκε “ανθρωπιστικούς λόγους” κι έτσι γράφτηκε και η τελευταία πράξη του “δράματος” στο έργο με τίτλο “Η Μεγάλη Ληστεία του Τραίνου”, που πραγματικά μοιάζει σαν να πρόκειται για κινηματογραφικό σενάριο, είναι όμως πέρα για πέρα μια αληθινή ιστορία, βγαλμένη από τη ζωή…όπως άλλωστε συμβαίνει σχεδόν πάντοτε…

Παρακολουθήστε στο ακόλουθο βίντεο μια σύνοψη της υπόθεσης “Η Μεγάλη Ληστεία του Τραίνου”, όπου παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες μιας από τις μεγαλύτερες ληστείες όλων των εποχών: