Αρκετά χρόνια πριν, οδηγώντας κατά μήκος της λεωφόρου Κηφισίας στο ύψος της διασταύρωσης με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο φωτεινός σηματοδότης ανάβει κόκκινο και τα αυτοκίνητα σταματούν για να δώσουν προτεραιότητα στους πεζούς. Είναι η ώρα δράσης των “παιδιών των φαναριών”, που μέχρι να ανάψει ξανά το πράσινο, πρέπει πάση θυσία να συγκεντρώσουν ένα υποτυπώδες έστω χρηματικό ποσό απλώνοντας το χέρι στα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων ψελλίζοντας με την παιδική φωνούλα τους την ανάγκη τους για χρήματα. Παιδιά που αποτέλεσαν αντικείμενα αγοραπωλησίας μεταξύ επιτηδείων και των γονιών τους που τα παρέδωσαν στα χέρια τους για την εξασφάλιση των προς το ζην και τη διεκδίκηση έτσι μιας θέσης στον ήλιο. Σε ποιoν ήλιο όμως; Σε εκείνον που απατηλά λάμπει “κρύβοντας άτσαλα κάτω από το χαλί” ενέργειες που κλέβουν πρόωρα την παιδικότητα των παιδιών και κάνοντάς τα να ωριμάσουν με το χείριστο τρόπο πριν την ώρα τους;

Και ερχόμαστε στο σήμερα. Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά, οι εκατοντάδες ανήλικοι επαίτες που έκαναν την εμφάνισή τους σχεδόν σε κάθε φανάρι της χώρας και είχαν αργότερα τεθεί υπό την προστασία της ελληνικής Πολιτείας με την επίσημη εφαρμογή του προγράμματος προστασίας των ανήλικων επαιτών, δεν υπάρχουν πουθενά. Λες και “άνοιξε η γη και τους κατάπιε”. Τι απέγιναν; Γιατί ένας μετά τον άλλον το έσκαγαν από το παράθυρο του πρώτου ορόφου, του ιδρύματος “Αγία Βαρβάρα”, όπως αναφέρεται σε πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας “Καθημερινή της Κυριακής”;

Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ, τα παιδιά που μεγάλωσαν πρόωρα, τα αλλοτινά “παιδιά των φαναριών”, που λες και ταυτίστηκαν με την εικόνα σχεδόν κάθε πόλης της ελληνικής επικράτειας, μεγάλωσαν και ζουν. Άλλο στην Κορυτσά, άλλο στο Πόγραδετς, άλλο στη Θεσσαλονίκη.

Ο Αλμπάν, ο Γιούλι, ο Φατιόν ή αλλιώς Τόνι.

Ο Αλμπάν, που ζει πλέον αποσυρμένος σε μια πεδιάδα στην Κορυτσά φροντίζοντας τη Λόνα, τη μικρή φοράδα που έξω από το στάβλο της έχει γράψει με μπογιά το παρατσούκλι του. “PAPI”, επειδή το βλέμμα του παραπέμπει σε κουτάβι. Θυμάται σαν σήμερα την περιπέτειά του από το χωριό του στην Αλβανία μέχρι και την Ελλάδα, όπου ως “παιδί των φαναριών” πάλευε καθημερινά με τη βάναυση συμπεριφορά των ανθρώπων που θα αναλάμβαναν τη δήθεν “προστασία” του, όπως είχαν αρχικά πει στους γονείς του, όταν τον οδήγησαν στη χώρα μας.

 Ο Γιούλι, που σήμερα είναι εικοσιτεσσάρων ετών και μένει στην άκρη ενός λόφου που κοιτάζει τη λίμνη Οχρίδα, μαζί με τη γυναίκα και τη μικρή του κόρη, σε ένα δωμάτιο με μια ξυλόσομπα και ένα κρεβάτι. Άλλο ένα πρώην “παιδί των φαναριών”, που πέρασε δύσκολα και το έσκασε μετέπειτα και από το κέντρο προστασίας στην Αγία Βαρβάρα, επειδή φοβόταν ότι οι επιτήδειοι θα έκαναν κακό στην οικογένειά του. “Αν είχα ένα τηλέφωνο των γονιών μου να τους πάρω και να σιγουρευτώ ότι είναι καλά, θα είχα μείνει. Γιατί όλα εκεί ήτανε καλά”, λέει και δακρύζει.

Ο Τόνι, που εντοπίστηκε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τη γυναίκα και των τεσσάρων μηνών γιο του έχοντας χτυπήσει σε τατουάζ τη φράση “Ο κόσμος είναι στα χέρια σου”. “Με πουλούσαν οι γονείς μου και έβλεπα ότι οι τσιγγάνοι έδιναν λεφτά για να με πάρουν”, αναφέρει στο δημοσιογράφο, Γιάννη Παπαδόπουλο, που έφερε σε πέρας το συγκινητικό αυτό ρεπορτάζ. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσει ποτέ, είναι το πόσο σκληροί μπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι που τους εκμεταλλεύονταν. “Μια φορά που δεν είχα φέρει τα λεφτά στο σπίτι, γέμισαν έναν κουβά με νερό και με έπνιγαν μέσα. Άμα αντιδρούσαμε, μπορεί να μας σκότωναν κιόλας. Δεν έχουν ψυχή αυτοί οι άνθρωποι. Τους ενδιέφερε μόνο το χρήμα”.

Παιδιά που μεγάλωσαν και ζουν, αλλά δεν βασιλεύουν κατά τη γνωστή φράση που περιγράφει για πολλούς, την κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής της ευδαιμονίας. Και δεν “βασιλεύουν”, γιατί φέρουν  τραύματα στην ψυχή και εικόνες που δεν θα σβήσουν ποτέ από το “σκληρό δίσκο” του μυαλού βιώνοντας μια ζωή που λόγω της πρότερης αυτής ανορθόδοξης “θητείας” τους στην άσφαλτο, θα είναι δυστυχώς πάντοτε μια ζωή “κουτσουρεμένη”, όπως υπογραμμίζεται και από τους ειδικούς επιστήμονες της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Παιδιά διχασμένα, που έχοντας μάθει να ζουν υπό το καθεστώς του φόβου και της νοσηρής εξάρτησης από ανθρώπους που τα εκμεταλλεύονταν για να θησαυρίσουν στις πλάτες τους, το έβαζαν στα πόδια από το προαναφερθέν ίδρυμα, που είχε δημιουργηθεί για να τα προστατεύσει και να τα βοηθήσει να επανενταχθούν σε μια κοινωνία που αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης τέτοιου είδους φαινομένων.

Να ζήσουν. Επιτέλους να ζήσουν. Μακριά από ανθρώπους που απομυζούσαν κάθε ικμάδα παιδικότητας και ανεμελιάς από την αποθήκη της ψυχής τους και που ως “τεχνίτες” στο να σαμποτάρουν συστηματικά κάθε προσπάθεια των παιδιών αυτών να πάρουν πίσω τη ζωή τους, δεν τους άφησαν περιθώρια να ξεφύγουν από τα δίχτυα τους. Ή που, όταν υπήρχε η δυνατότητα διαφυγής, επέστρεφαν από μόνα τους στη “φωλιά του λύκου”.

Ακριβώς, όπως και οι πεταλούδες.

Γνωρίζουν ότι θα καούν κι όμως επιμένουν να κάνουν κύκλους γύρω από το φως της λάμπας που καίει…