Μεγάλο πράγμα φίλε τα “πατουσάκια” του γατούση. Όλη τη μέρα αδιάφορος όταν πας να τον αγκαλιάσεις. Τρέχει λες και είσαι ο βιαστής του. Μετά κοιμάται και σε θυμάται με νιαούρισμα μόνο όταν θέλει να φάει. Ή όταν έχει τσεκάρει πως αδιαφορείς γι αυτόν. Όταν γράφεις για κανά πεντάωρο στο PC κι ανεβαίνει επιδεικτικά πάνω στο πληκτρολόγιο και σου γαμεί το κείμενο ειδικά αν δεν το έχεις σώσει. Όταν ξαπλώνεις στον καναπέ για να δεις τηλεόραση κι επειδή αυτός ως λογικό ον, δεν ανέχεται την τηλεοπτική μαλακία, έρχεται πάνω στην κοιλιά σου. Κι αρχίζει να της κάνει “πατουσάκια”, δηλαδή μικρα πατήματα εναλλάξ με τα πόδια του, σαν κάτι αντίστοιχο της αγκαλιάς που δεν μπορεί να δώσει. Και τρίβει τη μουσούδα του στο πρόσωπό σου σαν μια γατίσια προσομοίωση φιλιού, γουργουρίζοντας από ευχαρίστηση και δαγκώνοντάς σου μαλακά τη μύτη για να σου πει, “είμαι εδώ, μ ‘ αγαπάς”;

“Με αγαπάς;” Έχω χρόνια να κάνω αυτή την ερώτηση σε εραστή μου. Συνήθως του λέω “σε αγαπώ” και το επόμενο πρωί λιώνω από ενοχές γιατί συνειδητοποιώ πως ήμουν μεθυσμένος και δεν το εννοούσα. Ή το εννούσα και μετά το φοβήθηκα σαν παραδοχή. Σαν υπόσχεση μιας ζωής εκεί που που οι άνθρωποι γερνάνε και πεθαίνουν μόνο όταν χάσουν την ικανότητα να αγαπούν. Έχω αισθανθεί πολλές φορές γέρος και πεθαμένος από αυτό το λόγο. Την πιθανότητα του να μην έχω πια την ικανότητα να αγαπώ, απλά να σκηνοθετώ προσομοιώσεις έρωτα και αγάπης.

Δεν αφορά μόνο στο σεξ. Αφορά στη μάνα μου, σε φίλους και σε πολλούς άλλους. Τους αγαπώ ή απλά εκβιάζω την αγάπη τους για να είμαι καβαντζωμένος μέσα στην ανικανότητα μου να αγαπώ; Εκεί κάπου ήταν που σταμάτησα να πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών. Σε αυτή την ανταλλακτική καλοσύνη και αγάπη που την κάνεις για να ανταμειφθείς και να αγιάσεις. Χωρίς να έχεις μάθει να αγαπάς, απλά επειδή στο επέβαλλαν ως σωστό.

Υπάρχει μια ατάκα (κι ένα τραγούδι της Ελευθερίας Αρβανιτάκη) που πάνω της στηρίζεται όλη η ομορφιά της ταινίας του Μενέλαου Καραμαγγιώλη “Black Out”: “Η αγάπη πρέπει να εφευρεθεί ξανά”. Έξω από έναν βίαιο και άσπλαχνο Θεό. Μέσα στη μήτρα της λύκαινας που κουβαλάει μέσα σου έναν Θεό αμείλικτο απέναντι στις συμβάσεις και τρυφερά σαρκοφάγο. Αν ο Θεός υπάρχει και μας αγαπά, πρέπει κι αυτός να εφευρεθεί ξανά. Όπως και οι λέξεις.

“Δεν τις πιστεύω τις λέξεις αλλά ό,τι μου δίνουν το γράφω με προσθέτει ν’ αληθεύω δεν με ταπεινώνει διόλου να βοηθιέμαι νόημα ν’ αποκτώ από κάτι που δεν πιστεύω ούτε ο Θεός πιστεύει σε μας αλλά όσα του δίνει η ύπαρξη μας τα προσθέτει στο νόημα του δεν τον ταπεινώνει διόλου να μας παίρνει κοντά του – λέει”, έγραψε ειρωνικά η μοναδική Κική Δημουλά. Οι λέξεις, η αγάπη του Θεού κι ο θάνατος. Αυτή είναι τελικά η μόνη διαδρομή; Γιατί αν είναι, δεν έχω κανέναν σκοπό να την ακολουθήσω. Ειδικά από τη στιγμή που το συγκεκριμένο απόσπασμα, το βρήκα κολλημένο με μαγνητάκι πάνω στο ψυγείο της μάνας μου. Που μου έμαθε τις λέξεις, την αγάπη και πολλά άλλα, αλλά τώρα γερνάει και πρέπει να της τα μάθω κι εγώ ξανά από την αρχή.

Γράφω αυτό το κείμενο ακούγοντας ένα παλιό άλμπουμ του Νικ Κέιβ. Το “The Good Son” που μεταφράζεται σαν “καλός γιος”. Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός φίλος, εραστής και ειδικά γιος απέναντι στον μπαμπά μου που πέθανε 37 χρονών επειδή κι αυτός είχε πρόβλημα με τον προσδιορισμό της αγάπης.. “Πήγαινε γιε μου κάτω στο νερό. Και δες τις γυναίκες να θρηνούν εκεί. Μετά πήγαινε πάνω στα βουνά. Οι άντρες θρηνούν κι αυτοί. -Πατέρα γιατί όλες οι γυναίκες θρηνούν; -Θρηνούν για τους άντρες τους. -Και τότε γιατί όλοι οι άντρες θρηνούν; -Επειδή θρηνούν κι αυτές. -Πατέρα πες μου κλαις κι εσύ; Το πρόσωπό σου όταν το αγγίζω είναι υγρό. Σου ζητάω συγγνώμη πατέρα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι σε πλήγωσα τόσο πολύ. Αυτό είναι ένα τραγούδι θρήνου. Ένα τραγούδι για να κλάψεις. Όσο βυθιζόμαστε στον ύπνο. Αλλά εγώ δεν πρόκειται να θρηνήσω για πολύ”. Από το The Weeping Song” του Νικ Κέιβ.

Αρνούμαι να πιστέψω ότι γεννηθήκαμε για να πονάμε. Ή για να μάθουμε να πονάμε μέσα από τον πόνο, την τιμωρία και το φόβο ενός φρικαλέα αδιάφορου Θεού. Ναι, ο πόνος είναι πολύτιμος και μπορεί να σε κάνει να μεγαλουργήσεις δημιουργικά και σαν άνθρωπος. Δεν είναι όμως ο κανόνας. Είναι η εξαίρεση για να έχει ευτυχία ο κανόνας. Για να μάθεις όποτε το ξεχνάς, πόσο “σημασία έχει ν’ αγαπάς” όπως λέγεται και η αγαπημένη μου ταινία από τον Αντρέι Ζουλάφσκι.

Ήμουν καλός γιος, καλός εραστής, καλός φίλος; ‘Ισως όχι. Αλλά αύριο ξυπνάω ξανά. Και μπορώ να επανεφεύρω τα πάντα, χωρίς τη βοήθεια κανενός Θεού. Αρκεί να έρθει ο γατούσης μου που τον μάζεψα από τα σκουπίδια μωρό, να μου κάνει πάλι “πατουσάκια”. Γιατί όπως είπε και ο Όσκαρ Ουάιλντ, “όλοι μας γεννιόμαστε στο βούρκο, μερικοί από μας όμως μπορούμε να κοιτάζουμε τα άστρα”.