Πρέπει να το παραδεχτείς. Δεν είναι όλα για όλους, όπως και δεν είναι όλοι για όλα. Δεν μπορείς να στείλεις σε undercover αποστολή έναν άνθρωπο που «δεν τo ‘χει». Δεν μπορείς να στείλεις σε ένα μπαρ με πανκ μουσική τρεις κουστουμάτους που κοιτάζουν γύρω γύρω χωρίς ποτό στο χέρι να το «παίξουν θαμώνες».
Το undercover θέλει και μια ικανότητα υποκριτικής, να μπαίνεις στο πετσί του ρόλου, πρέπει να είσαι και λίγο χαμαιλέοντας, χαζός όπου χρειάζεται, έξυπνος μόνο όπου σε «παίρνει». Θέλει τέλος πάντων να είσαι… undercover.
Στο ΣΔΟΕ, δεν το έχουν.
Δεν πρόκειται περί αφορισμού. Μια επισήμανση για να αλλάξουν στυλάκι, κι αν δεν τους βγει να ξεφανερωθούν και να κάνουν τις «μπούκες» τους με κάθε επισημότητα μπας και γίνει δουλειά. Γιατί το «κλιμάκιο» αποτελούμενο από δύο -όλους κι όλους- μυστικούς και απολύτως ιντριγκαδόρους «ράμπο της εφορίας» που προσπάθησε να με τσακώσει σε ένα μαγαζί με κινέζικα, το μόνο που κατάφερε ήταν να με κάνει να… παίξω λιγάκι.
Άκου πως έγινε: Μπαίνουν δύο κύριοι μεσήλικες ντυμένοι σαν μέλη της κλαδικής ΠΑΣΟΚ του 1985: μπεζ υφασμάτινο παντελόνι, ζώνη στο ίδιο χρώμα, κοντομάνικο ριγέ πουκάμισο, στυλό BIC στο τσεπάκι του πουκαμίσου στο ύψος της καρδιάς μαζί με ένα σπιράλ μπλοκάκι από το σούπερ μάρκετ. Τσατσάρα δεν είδα, είχα ήδη ψιλιαστεί και τράβηξα το βλέμμα μου.
Χωρίς να πουν καλημέρα στην υπάλληλο πηγαίνουν κατευθείαν στα παντελόνια: στα γυναικεία. Χωρίς να τα κοιτάζουν, αρχίζουν να σπρώχνουν μια-μια τις κρεμάστρες πάνω στον καλόγερο και να λένε ο ένας στον άλλον: «ωραίο αυτό, ε;». Ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου βλέπω την υπάλληλο έντρομη να μαζεύει κάτι χαρτιά και να τα καταχωνιάζει σε ένα ντουλάπι κάτω από τον γκισέ του ταμείου.
Συνεχίζω να την παρατηρώ, όταν βλέπω ότι παίρνει από το συρτάρι ένα μικρό κλειδί, το βάζει στην ταμειακή μηχανή και το γυρίζει δεξιά. Ακούω ένα «κλικ». Οι undercover «πελάτες» δεν το άκουσαν. Παίρνω τη βερμούδα μου και κατευθύνομαι στο ταμείο να πληρώσω. Ακούω πίσω μου ανήσυχα βήματα. Πληρώνω και κοιτάζω στα μάτια την υπάλληλο. Με κοιτάζει κι αυτή. Μου χαμογελάει. «Χτυπάει» στην ταμειακή και μου δίνει την τσάντα με τη βερμούδα και την απόδειξη. Λέω «ευχαριστώ» και φεύγω.
Τα ανήσυχα βήματα σταθερά πίσω μου. Πάω προς το αυτοκίνητο και ακούω: «Δεσποινίς! Δεσποινίς!». Γυρίζω και τους βλέπω. Με κόπο κρατάω τα γέλια μου, όταν ο ένας με ρωτάει δήθεν αδιάφορος και σαν πελάτισσα κομμωτηρίου που βαρέθηκε να περιμένει αμίλητη με το περιοδικό του περασμένου Δεκέμβρη στο χέρι: «τι ψωνίσατε;».
Τους ζητάω ταυτότητα, σοβαρή-σοβαρή. Και το undercover παιχνιδάκι τους τελείωσε εκεί. Μου έδειξαν τα διαπιστευτήριά τους, τους έδειξα την απόδειξη και αποχαιρετιστήκαμε σαν συμμέτοχοι σε μια γελοία συνομωσία.
Την ώρα που έφευγα πρόλαβα να δω από το τζάμι την υπάλληλο να βγάζει από το κρυφό ντουλάπι τα χαρτιά και να ξανακλειδώνει την ταμειακή μηχανή.