Πίσω στη δεκαετία του ‘70 και σε παιδικά χρόνια, σαν τις polaroid και τις φωτογραφίες με τα τόσο έντονα χρώματα των μόλις διαδεδομένων εκτυπώσεων. Φορμάικες πορτοκαλί και κόκκινες στα σπίτια. Ποδήλατα στις γειτονιές, μπλε και πράσινα για τα αγόρια, ροζ και έντονα φούξια για τα κορίτσια. Αλάνες και ποδόσφαιρα και ο γείτονας που ξύπναγε από τις φωνές και ήθελε να ξεφουσκώσει την μπάλα, ή με τα πολλά μπάζωνε το οικόπεδο και συνεχίζαμε τις μπαλιές στο δρόμο.  Σχολείο με ποδιές αγόρια, κορίτσια και λευκά γιακαδάκια. Μετά Γυμνάσιο και Λύκειο. Δυο κτίρια. Από το πρώην αρένων και το πρώην θήλεων με χώρισμα έναν μπετονένιο  φράκτη! Πλατεία και τέσσερα καφέ. Ήξερες τι είναι ο καθένας από το αν σύχναζε στου Νικ, στου Καρρά, στου Τσιριγώτη πιο πριν, ή στα Γρανάδα και τα Ντόνατς. Στην πλατεία στο σιντριβάνι, ραντεβού, κοιτάγματα, συζητήσεις περί τέχνης. Η πολιτική έμενε στα καφέ, για το βράδυ αργά. Τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ σε ένα νεοκλασικό, πάνω από την πλατεία, που γκρεμίστηκε και τη θέση του πήραν κάτι τερατουργήματα. Μέσα στους τοίχους ο Ανδρέας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς (άλλες εποχές σας λέω!). Το ΚΚΕ στα σύνορα με την Νέα Ιωνία και ο δήμαρχος, ένας καλός άνθρωπος, γιατρός, με κλινική που βοηθούσε πάντα όσους δεν είχαν να αγοράσουν θεραπεία, από το ΚΚΕ εσωτερικού. Όχι γιατί ήταν ο κόσμος στο Νέο Ηράκλειο όλοι με τον Λεωνίδα Κύρκο, αλλά γιατί ο Γρηγοριάδης -ο μπαμπάς του ηθοποιού Κλέωνα, ντε!- ήταν τίμιος και έχαιρε σεβασμού. Πριν τα σχολεία, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι, ένας άλλος γιατρός και αυτός χωρίς αμοιβές από όποιον είχε ανάγκη. Ένας φάρος των λέξεων, της ανθρωπιάς, της συμπόνια. Ο γιατρός – ποιητής. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης!

Πάνω από το 7ο δημοτικό, που έγινε και αυτό πολυκατοικία, ζούσε για λίγο η θρυλική Σπεράντζα Βρανά, στην άκρη της πλατείας, η Μαίρη Ιγγλέση που είχε τρελό σουξέ με το ρόλο της ως Γιουσουφάκι, στο «Ο Χρηστός Ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη! Πιο πριν η πρώτη γυναίκα που ασχολήθηκε με τα κοινά, ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, που είχε χτισθεί εκεί, στο προάστιο μακριά πολύ από τα θέατρα του κέντρου, το σπίτι της, με κήπο, όπως πάντα το ονειρευόταν! Και πάλι, κάτω στα σύνορα με την Ιώνια, η βίλα της Γιώτας Λύδια, με το κλειδί του σολ τεράστιο από μωσαϊκό στην είσοδο του σπιτιού της. Και όλοι γνωριζόμασταν. Και όλοι ζούσαμε σε σπίτια μικρά, αστικά της μεσαίας τάξης, άλλα καινούργια, με κήπους με τριανταφυλλιές και μαργαρίτες και γνωριζόμασταν μεταξύ μας και καλημεριζόμασταν στο δρόμο ή στον ηλεκτρικό όταν συναντιόμασταν που κατεβαίναμε στο μαγικό, μακρινό, σπουδαίο κέντρο! Ήταν μια εποχή χρωμάτων, αρωμάτων από τριαντάφυλλο, παιχνιδιού, μετρημένης καλοζωίας και κυρίως αθωότητας.    

Εδώ σε αυτό το κομμάτι της Αττικής, λοιπόν, των μικρομεσαίων κυρίως, από τα αρχαία χρόνια ζούσε η Ακαμαντίδα φυλή και είχε λέει ο Πλάτωνας, πλούσιος πολύ, ένα μεγάλο κτήμα. Εδώ ήταν και ένας μεγάλος ναός προς τιμήν του ημίθεου Ηρακλέους και στα απομεινάρια του, αιώνες μετά, το 1600, αρβανίτες κάτοικοι, έχτισαν τον Αϊ Γιωργή, για να καθαγιαστεί από τον παγανισμό και την παλιά θρησκεία ο τόπος. Στα Βυζαντινά χρόνια, εδώ έκαναν εξόρυξη χαλκού και πλούτιζε η περιοχή. Τουρκοκρατία, Αρβανίτες κάτοικοι που φεύγουν νωρίς ώσπου τον Μάιο του 1837 ο Όθωνας ύστερα από την αίτηση 4 στρατιωτικών για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα των Νάιδελ, Βέρνερ, Βούθ και  Ζίγλερ και την προσπάθεια ευρέσεως του κατάλληλου χώρου εξέδωσε Διάταγμα με το οποίο ίδρυε τη Βαυαρική Στρατιωτική αποικία Ηρακλείου. Στις 3/5/1842 άρχισε να κτίζεται ο Καθολικός ναός του Ευαγγελιστή Λουκά, γοτθικού ρυθμού με χρήματα -17.000 φλορίνια- από τον Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο μέσω της θρησκευτικής εταιρείας του Μονάχου στην οποίαν ήταν πρόεδρος. 

Ήταν ο δεύτερος Καθολικός ναός της Αττικής, αφού ο πρώτος έγινε στον Πειραιά το 1839 από τους πρώτους Συριανούς κατοίκους του.  Το 1858 ήρθε ο ζυθοποιός Fuchs από το Muhldorf της Βαυαρίας στην Ελλάδα για να συναντήσει τον πατέρα του Γεώργιο, που εργαζόταν ως μεταλλειολόγος στα ορυχεία της Κύμης και του Λαυρίου. Αυτός έμεινε στην αποικία και δημιούργησε απέναντι από τον Άγιο Λουκά στην Ηρακλείου ένα ζυθοποιείο, το οποίο σώζεται και στις μέρες μας, ενώ υπήρξε η σκέψη να μετατραπεί η αποικία, η οποία δεν εξελισσόταν πληθυσμιακά, σε χωριό εξειδικευμένων εργατών μπύρας που θα δούλευαν γι’ αυτόν. Να μη σας τα πολυλογώ και βαριέστε για να καταλήξω, οι Καθολικοί Βαυαροί άρχισαν να παντρεύονται Συριανές καθολικές και μετά ήρθαν και οι Ελληνοκαθολικοί που έμεναν στο ανατολικό Ηράκλειο και με το ξεκαθάρισμα πολλών δεκαετιών, οι μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού ήταν των Βάγγερ και των Πίτλιγγερ, ενώ  υπάλληλοι της εταιρείας σιδηροδρόμων και μεσοαστοί έμποροι από την Αθήνα αρχίζουν να μένουν γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό. Ο οικισμός γύρω από το σταθμό ονομάστηκε Νέο Ηράκλειο και ο παλιός οικισμός των Βαυαρών Παλαιό Ηράκλειο. Όλοι αυτοί μπλέχτηκαν μεταξύ τους και με τους Αρβανίτες και στο τέλος οι καθολικοί προσεύχονταν στις ορθόδοξες εκκλησίες και οι ορθόδοξοι στις καθολικές και οι μεγάλες οικογένειες των κάποτε Βαυαρών χάριζαν περιουσίες σε νεκροταφεία και εκκλησίες των Ορθοδόξων και σχολεία και πλατείες. Η οικογένεια Φιξ, για παράδειγμα έφτιαξε τη βίλλα της σε κτήμα 27 στρεμμάτων, κτίστηκε ένα μεγαλύτερο σχολείο το 1939 από τον Ιωάννη Φιξ ύστερα από τη δωρεά του χώρου από την οικογένεια Πίτλιγγερ και όλοι μαζί εκτιμούσαν τον Φώτη Κόντογλου, που έμενε στην Νέα Ιωνία και τους μαθητές του και μαζεύονταν να δουν πως ζωγραφίζει άγιους στον Αι Γιώργη! Τότε, στο Κάτω Ηράκλειο -στην πλατεία Όθωνος φυσικά- ήρθαν οικογένειες Γερμανών προτεσταντών. Ο λόγος που δεν συνοικίστηκαν στο Παλιό Ηράκλειο με τους ομοεθνείς τους ήταν οι παραδοσιακά κακές σχέσεις Καθολικών και Προτεσταντών. Αυτές οι κακές σχέσεις έχουν πηγή την ίδια τους την πατρίδα και οι αιτίες είναι ιστορικές λόγο του Τριακονταετή πολέμου και ταξικές, μιας και ήταν πάντα χωρισμένοι σε φτωχούς Καθολικούς και πλούσιους Προτεστάντες, παρά θρησκευτικές.

Θέλω τώρα εδώ να σας πω για το σκοτάδι που αρχίζει τότε να απλώνεται στον κόσμο και πάνω από τους ριζωμένους βαυαρούς Ηρακλειώτες, που αρμονικά έζησαν με ορθόδοξους και ελληνοκαθολικούς. Ένας από αυτούς τους Γερμανούς προτεστάντες της Όθωνος ήταν ο Δήπελ. Ήταν Γερμανός υπήκοος, μιλούσε σπαστά τα Ελληνικά και κατά τη διάρκεια της κατοχής τον επιστράτευσαν οι Γερμανοί και φόρεσε την στολή του αξιωματικού των SS.  Ήταν σκληρός, βίαιος και όπου στην Αθήνα δρούσε ήταν ανάλγητος. Βρέθηκε με μεγάλη περιουσία, πολλά κτήματα στο Ηράκλειο και ένα από αυτά είναι αυτό που σήμερα είναι το 1ο & 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο που λέγαμε πιο πάνω. Μαζί του δρούσε εξίσου σκληρά και άλλος ένα προτεστάντης Γερμανός του Ηρακλείου, ονόματι Σερρ. Όλοι αυτοί φύγανε κακήν κακώς με την απελευθέρωση του ’44.

Πιο πριν όμως, στις  6 Μαΐου του 1941 έρχεται ο πολύς Χίμλερ, ο πιο ψυχρός, ο πιο σατανικός από όλους τους Ναζί, που κύλησαν την Ευρώπη στο αίμα και στο χαλασμό, ο αρχηγός των SS στο Παλαιό Ηράκλειο. Επισκέπτεται τον εφημέριο του Αγ. Λουκά, τον Δον Γαβαθά και δηλώνει, ψυχρός πάντα, σαν φίδι, πως ήρθε για να προσκυνήσει τον τόπο της καταγωγής του. Στο Καθολικό νεκροταφείο βρίσκονται οι συγγενείς του, οι Βολφ και θεωρεί το Ηράκλειο τόπο του. Επιτάσσει το σπίτι του Λούη Α. Βάγγερ και εγκαθιδρύει ένα Γερμανικό σχολειό με δασκάλα τη Μαρί Σιούμαν για άρειους μόνο μαθητές. Οι Ηρακλειώτες καθολικοί, απόγονοι Βαυαρών, αλλά πλέον Έλληνες χάνουν τη γη κάτω απ τα πόδια τους. Δεν επιθυμούν να συνεργαστούν. Πολλοί νέοι περνούν στην αντίσταση. Άλλωστε το Μνημείο των Ηρώων βρίθει γερμανικών ονομάτων που πέθαναν πολεμώντας τους Ναζί. Το Πάσχα του 1942, με ιδέα του Χίμλερ, οι Ναζί υποχρεώνουν σχεδόν τους Γερμανογενείς κατοίκους του Παλαιού Ηρακλείου να γυρίσουν στη Γερμανία. Κάποιοι από αυτούς έφυγαν με τη θέληση τους λόγω της πείνας και της προπαγάνδας του Γερμανικού σχολείου, ενώ άλλοι απήχθηκαν. Τους πήγαν σε ένα πανδοχείο στη λίμνη Tegernsee της Βαυαρίας στην αρχή, αλλά μετά τους τοποθέτησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Πασσάου και σε «απελευθερωτική εργασία». Εκεί προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να γίνουν Γερμανοί πολίτες χωρίς επιτυχία αφού υπέγραψαν λίγοι. Αυτή ήταν η μοίρα που ο Χίμλερ επιφύλασσε στους ανθρώπους που ήταν από τον τόπο καταγωγής του, το Ηράκλειο Αττικής. Όταν το ΄45 απελευθερώθηκε το στρατόπεδο από τους Αμερικανούς, όσοι γλίτωσαν επέστρεψαν στο Ηράκλειο!

Οι Ναζί, στην Κατοχή, στο Ηράκλειο, επέταξαν τα ορυχεία και δημιούργησαν παρακαμπτήρια σιδηροδρομική γραμμή για να μεταφέρουν τον λιγνίτη στο Λαύριο. Εκτός αυτού ο Ηρακλειώτικος λιγνίτης προμήθευε την Ηλεκτρική εταιρεία, το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος Κερατσινίου και την εταιρεία Γκαζιού. Στα κατοχικά χρόνια τα ορυχεία έφτασαν στην ακμή τους με 1.800 εργάτες.  Λόγω των ορυχείων, το Ηράκλειο γίνεται ένα μεγάλο Γερμανικό στρατόπεδο. Αποτέλεσμα; Αντίσταση! Αγώνας! Θάνατος! Η  Ηλέκτρα Αποστόλου βασανισμένη και παρατημένη στους δρόμους, το 1944. Ο Γιάννης Μπομποτίνος. Ο Κώστας Ωραιόπουλος. Ο Παναγιώτης Μικρόπουλος. Ο Παναγιώτης Γκόβας. Ο Προκόπης Κατσούλης. Τι έχει μείνει από αυτούς σε μνήμη; Τα ονόματα τους σε μικρές πλατείες και απόμερα δρομάκια.

Ξέρω! Σας κούρασα με ιστορίες, ονόματα, παλιά θέματα, προσωπικές μνήμες, ξεχασμένους ηρωισμούς και πεθαμένες θηριωδίες. Ή μήπως όχι; Το Ηράκλειο, από την περασμένη Παρασκευή, είναι σημείο αναφοράς για δυο δολοφονίες, σκοτεινές, διαβολικές, αποτρόπαιες. Είναι σημείο αναφοράς καρέ – καρέ σε ανάλυση βίντεο και σχεδιαγράμματα για τους θύτες ή εικόνων θλίψης για τα θύματα. Σε όλο τον κόσμο, η εικόνα δείχνει την λεωφόρο Ηρακλείου. Φόνος. Μίσος. Τρομοκρατία. Προβοκάτσια. Ποιος κερδίζει τι; Εδώ, κουβέντες! Λόγια! Πολλά λόγια! Αφιερώματα! Αναλύσεις! Οι σεσημασμένοι πολιτικοί στα παράθυρα πάντα ξερόλες, πάντα μεσσίες σίγουρων λύσεων, πάντα φωναχτοί ιδεολόγοι άνευ αμφιβολιών και έστω μικρών, ελαχίστων τύψεων για μια μικροσκοπική υποψία λάθους τους! Τα βίντεο με τις δολοφονίες να παίζουν ξανά, ξανά και ξανά, σε αργή κίνηση. Κόκκινοι κύκλοι στην άσφαλτο της Ηρακλείου για να κεντράρουμε στα πτώματα και στους ψύχραιμους θύτες! Μαύρο. Α! Και πάλι τα βίντεο.

Κάποτε λοιπόν, ζηλεύαμε τους καθολικούς μας συμμαθητές που έπαιρναν απαλλαγή από τα θρησκευτικά (και ας είχαμε μάγκα παππά – θρησκευτικό στο 1ο). Παίζαμε μπάσκετ και βόλεϊ στον Τυφώνα! Πηγαίναμε με τις καθολικές γιαγιάδες των φιλενάδων μας στις εκκλησιές τους και μεταλαβαίναμε με όστια, γιατί «όπου υπάρχει προσευχή αγαπάει ο Θεός» μας λέγανε. Καθόμασταν να φλερτάρουμε στα παγκάκια της Μπομποτίνου (σ.σ: προς τιμήν του ήρωα που λέγαμε) ή στην Οθωνος (σ.σ: προς τιμήν του ιδρυτή). Και αυτό ήταν το Ηράκλειο που ξέραμε. Πριν λίγο καιρό οδηγώντας στην Ηρακλείου πρόσεξα το πιο ψηλό της κτίριο. Εκεί, διπλά από την ασφάλεια του Ηρακλείου, είχε τυλιχτεί το κτίριο σε μαύρο πανί με τον μαίανδρο της Χρυσής Αυγής. Λίγο πιο περά, ο δρόμος έγραφε: «Οδός Ηλέκτρας Αποστόλου»! Κάπου εκεί, κοντά, ήταν κάποτε και το σπίτι της! Μήνες αργότερα αίμα -με τι τιμή όμως;- δυο νέων ανθρώπων, αφήνει την αλήθεια να ουρλιάξει πάνω απ την γειτονιά της Αθήνα, το προάστιο του Ηρακλείου: το σκοτάδι, όταν είναι δίπλα σου, όσο κι αν εσύ κάνεις πως δεν το βλέπεις και δε θες να το ακουμπήσεις, σε ακουμπάει εκείνο.