Σου λέει «ωραία τα έχεις φτιάξει στο μυαλό σου για μένα, σαν σινεμά, θέλω να στα βγάλω αλήθεια». Ταξιδεύεις διασχίζοντας εποχές, χρόνους και επιθυμίες, για να βγουν αληθινά. Βαθιά μέσα σου ξέρεις πως κάτι τέτοιο είναι σπάνιο να συμβεί. Κι έτσι γίνεται. Δεν συμβαίνει. Θυμώνεις μαζί του, μαζί σου, περιπλανιέσαι άσκοπα στην πόλη νύχτα, ζαλισμένος. Σου πιάνουν τον κώλο μεθυσμένοι ποιητές της συμφοράς μόνο και μόνο επειδή τους έπιασες το κρανίο τους μιμούμενος φάλτσα τον τρόπο που έπιασες το δικό του πρώτη φορά. Προσπαθώντας να αναπαράγεις την ιερή τελετή λατρείας του αυστραλοπίθηκου. Να ιχνηλατήσεις την αρχή της εξέλιξης, το μυστικό του χαμένου κρίκου ανάμεσα στο ζωώδες ένστικτο, το γρύλισμα και την πολιτισμένη του φωνή.
Γυρνάς σπίτι κουρασμένος. Αρνείσαι να κάνεις ντουζ, θες να κουβαλάς τη μυρωδιά του. Τον ακυρώνεις για δέκα λεπτά, τόσα αρκούν για να καταλάβεις ότι αν τον ακυρώσεις, ακυρώνεις και τον εαυτό σου. Και κάπου εκεί, μαθαίνεις να τον σέβεσαι, να τον ακούς, να τον καταλαβαίνεις και να τον επιθυμείς κολυμπώντας στα παλιρροϊκά κύματα της σκέψης του, του σεεξουαλικού του ενστίκτου και των αντοχών του. «Χωρίς σινεμά» σκέφτεσαι, «μου είπε ψέματα» ξανασκέφτεσαι και θυμώνεις πάλι.
Τον συναντάς λίγο πριν φύγει το τρένο σου. Για ένα γελαστό απόγευμα ευγενικής σκακιέρας κυρίων. Είναι πολύ όμορφος ξανά. Όσο ήταν και γυμνός και ντυμένος και με φόρμα και με παντόφλες. Φοράει κοστούμι, σε κοιτάζει, τον κοιτάζεις, μιλάτε και είναι σαν να κάνετε το καλύτερο πήδημα που υπήρξε. Η ώρα περνάει. Το τρένο θα φύγει σε λίγο. Σε συνοδεύει στη στάση του λεωφορείου, αυτός είναι ένας από τους συγκρατημένους αυστραλοπιθηκένιους τρόπους του να σου δείξει ότι νοιάζεται για σένα χωρίς να χρειαστεί να στο πει και να ενεργοποιήσει τις ενοχές του.
Χώνεται μέσα στους θάμνους να κατουρήσει. Τελευταία στιγμή συγκρατείσαι να τον ακολουθήσεις. Αντιστέκεσαι, για να μην εκβιάσεις το σινεμά που δεν έγινε. Ακούς τον ήχο του υγρού που πέφτει στη γη και ονειρεύεσαι βροχή. Στα ακριβά παπούτσια του υπάρχουν μερικές σταγόνες. Χωρίς να το σκεφτείς σκύβεις με μια μετρημένη, κοφτή αλλά αρμονική κίνηση να του τα καθαρίσεις. Σαν να πρόκειται να χορέψεις μαζί του ταγκό υποταγής, επιθυμίας και ελευθερίας μαζί, και θες τα παπούτσια του χορού του καθαρά στην πίστα, κάτω από τα φώτα και τη μουσική. Χαμογελάει γιατί ξέρει, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνει εντελώς.
Η ώρα περνάει, το λεωφορείο δεν έρχεται. Επιμένει να πάρεις ταξί. Αναγκάζεσαι να του πεις ότι έχεις μόνο τρία ευρώ. Τρέχει πίσω στο αμάξι του να σου δανείσει χρήματα να πάρεις ταξί. Έχεις σκηνοθετήσει τον αποχαιρετισμό σας αλλά πριν προλάβει να γυρίσει, το λεωφορείο φτάνει, ανοίγει τις πόρτες του, μένεις μετέωρος για ένα δευτερόλεπτο κι ανεβαίνεις. Περνάει από μπροστά του την ώρα που ψάχνει να σε βρει τρέχοντας στη μέση του δρόμου. Χτυπάς το τζάμι για να τον χαιρετήσεις. Σε βλέπει και σου γνέφει κουνώντας τα χέρια του. Σε μια στιγμή, σε μια αγχωμένη χαρμολύπη κάβλας και σαστίσματος, σου χαρίζει αυτό που σου υποσχέθηκε, κι αυτό που φοβήθηκες ότι δε θα γίνει. Το σινεμά. Χωρίς καμία σκηνοθεσία. Εσύ στο λεωφορείο, αυτός απ’ έξω, στιγμιαίες εικόνες, φλασάκια από τη μορφή του ενός στα μάτια του άλλου, με ένα τζάμι ανάμεσα σας, τη νύχτα, τον έρημο δρόμο και τους τροχούς να κυλάνε.
Λαμπερός πίσω από ένα βρώμικο τζάμι. Μια φιγούρα που σβήνει καθώς το λεωφορείο απομακρύνεται. Αν έτσι σβήνουν και οι μνήμες, σβήνουν υπέροχα. Γιατί πάντα στην άκρη ενός σκοτεινού δρόμου θα υπάρχει αυτός ο κάποιος που θέλεις να αγκαλιάσεις και να φιλήσεις πριν τον χαιρετήσεις. Να πηδηχτείτε σαν να μην υπάρχει αύριο/ Κι όσο θα υπάρχει σε εκείνη τη γωνία του δρόμου, θα υπάρχει και αύριο. Γιατί πολύ απλά δεν ολοκληρώθηκε το χτες. Έγινε βαθιάς ψύξης. Από αυτά που τα παγώνεις τη στιγμή της γέννησης τους, της αποκομιδής τους, για να ανοίξεις το σακουλάκι όταν χρειαστεί και έρθει η ώρα τους, να είναι πιο φρέσκα από το φρέσκο.
Τώρα οι φλέβες στα δάχτυλά σου χτυπάνε όσο πληκτρολογείς στο ρυθμό που χτυπούσε αυτή η υπέροχη φλέβα στο κούτελο του και δεν χόρταινες να την αγγίζεις. Τα μάτια σου παρακολουθούν τις λέξεις που σχηματίζονται στην οθόνη του υπολογιστή σαν τα δικά του, λίγο νυσταλέα, λίγο ανήσυχα, κάθε φορά που οι λέξεις και οι έννοιες συνωστίζονταν στο μυαλό του. Σηκώνεις μέσα στο τρένο την μπλούζα σου, οι επιβάτες κοιμούνται, κανείς δε σε παρατηρεί. Το λευκό φως της οθόνης του υπολογιστή φωτίζει τις ρώγες του στήθους σου και αποκαλύπτει τα σημάδια από το δάγκωμα του. Την απόδειξη του ότι ήταν εκεί με το στόμα του, στο στήθος σου. Στα πλήκτρα σου αναζητείς ίχνη από τα γένια του στο πρόσωπό σου, στο διεκδικητικό φιλί του.
Κάθε πάτημα πλήκτρου μοιάζει σαν μια μικρή αφιέρωση σε αρχέγονες τελετές και επιθυμίες. Πριν ή λίγο μετά εφευρεθεί η φωτιά. Όταν στη γη, κατοικούσαν αυστραλοπίθηκοι, που εξέφραζαν την επιθυμία τους με ευγενικά γρυλίσματα, πριν διεκδικήσουν τη λεία τους, προσπαθώντας να καταλάβουν τον κόσμο πέρα από τον κόσμο τους, τον ίδιο τους τον εαυτό, με αχόρταγα μάτια και βίαιες κινήσεις σαστίσματος, έκπληξης και πόθου. Η ιερή τελετή της λατρείας του αυστραλοπίθηκου. Από τη φωτιά των σπηλαίων, στη φωτεινή οθόνη του pc. Πατάω CAPS LOCK στον υπολογιστή. Nα κλειδωθεί το μυστικό της τελετής με κεφαλαία γράμματα, να μείνει φυλακή μέχρι να πρέπει να βγει για να αστράψει, για να ολοκληρωθεί κάνοντας τον κύκλο του και να πεθάνει.
Οι ρόδες του τρένου πάνω στις ράγες αφήνουν ένα περίεργο βουητό. Σαν το γρύλισμα του. Σαν το κάλεσμά του και την απόρριψη του. Κοιτάζω στα παράθυρα, μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στα βουνά που διασχίζουμε. Βλέπω τα χέρια του να με χαιρετάνε, μετά σπάνε το παράθυρο σε χίλια κομμάτια τζαμιού και πιάνουν το στήθος μου, το πρόσωπό μου, το πιέζουν πάνω στο σώμα του. Τρίβονται πάνω στο σώμα μου μαζί με μικρά κομμάτια από το σπασμένο τζάμι, χαράζοντας το σώμα μου σε μικρές αιμάτινες διαδρομές επιθυμίας.
Παίρνω ένα τσαλακωμένο μισοάδειο πακέτο λευκά Marlboro που μου έδωσε λίγο πριν φύγω. Κλειδώνομαι στην τουαλέτα του βαγονιού. Βγάζω τα ρούχα μου, νοιώθω τον κρύο αέρα από το μισάνοιχτο παραθυράκι στο σώμα μου, τρέμω λίγο στην αρχή από το κρύο και μετά τον νοιώθω ζεστό, παντού, πάνω μου, μέσα μου. Σκαρφαλώνω καθιστός στο νεροχύτη, ανάβω ένα τσιγάρο, στερεώνω τα πόδια μου ανοιχτά κόντρα στην πόρτα της τουαλέτας και αρχίζω να χαϊδεύομαι. Γρυλίζοντας κι εγώ μέσα στη νύχτα, σεληνιασμένος από το γεμάτο φεγγάρι που μπαίνει σε λωρίδες από το μισάνοιχτο παράθυρο, μιμούμενος τη δική του φωνή, ακολουθώντας την ιερή τελετή της λατρείας του αυστραλοπίθηκου.
Ο ήχος απ τις ρόδες του τρένου στις ράγες καλύπτουν τα ουρλιαχτά μου. Ο καπνός του τσιγάρου στον νυχτερινό αέρα μοιάζει με την ανάσα του παντού γύρω μου. Στο νεροχύτη της τουαλέτας, μια μικρή γούρνα νερού που κουνιέται στο ρυθμό του βαγονιού αντανακλά κατακόκκινα τα μάτια μου σαν αιμάτινη λίμνη. Μέχρι να ξεχειλίσει από τον ιδρώτα που στάζει από το σώμα μου. Αγριωπά χαρούμενος. Την ώρα της έκλειψης του φεγγαριού.
. Μέχρι να ξεχειλίσει από τον ιδρώτα που στάζει από το σώμα μου. Αγριωπά χαρούμενος. Την ώρα της έκλειψης του φεγγαριού. Προστατευμένος μέσα στη διακριτικότητα του συνωμοτικού σκοταδιού. Πριν την αρχή του χρόνου, πριν αναπτυχθεί η γλώσσα και χρειαστεί μεταφραστές. Αρχάνθρωπος στην άκρη ενός βράχου με καταρράκτη, φοβισμένος από τη δύναμη του νερού που πέφτει ορμητικά, εγκλωβισμένος στην ομορφιά της έντασης του. Πατάω CAPS LOCK, να σταματήσω την εξέλιξη. Χωρίς αρχή, να μην υπάρξει τέλος.