Η Δήμητρα Μανθεάκη παρουσίασε το νέο της μυθιστόρημα, «Άγγιγμα από πάγο», στο Public στο Χαλάνδρι, όπου σημειώθηκε μια -όχι υπολογισμένη- μεγάλη προσέλευση κόσμου, που δείχνει πόσο αγαπητή είναι η συγγραφέας και ο σύζυγος της, ο δημοσιογράφος, αναλυτής, συγγραφέας επίσης Αλέξης Μανθέακης.
Η βραδιά ήταν μια γιορτή… γιατί είχε την σπάνια ευχαρίστηση της επαφής, της επικοινωνίας με μια ιδεαλίστρια, που ανήκει στο ολοένα και πιο μικρό κλαμπ όσων επιμένουν. Το κείμενο που βρίσκεται εδώ με κάποιες αλλαγές ετοιμάστηκε για την παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί απ τις εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΟΣ».
Ο Μπόρχες, αφόρισε μια μεγάλη αλήθεια: «Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο». Και η Δήμητρα Μανθεάκη είναι αυτό ακριβώς: μια πολύτιμη, ευαίσθητη, τρυφερή, ονειροπόλα. Μια συγγραφέας. Και τι μας μένει πια, κατάδικο μας και πολύτιμο μας, σαν εθνική συνείδηση περασμένη στο DNA μας, εκτός από τους συγγραφείς μας και τους ποιητές μας; Όλα μπορούν να μας τα πάρουν. Υλικά αγαθά, φυσικά λεφτά, ανθρώπους. Όχι όμως τις λέξεις και τις ιδέες που γεννούν, τη μόρφωση, την σπάνια ικανότητα να πιστεύουμε στο όνειρο, επαναστατικά, αντιστασιακά, σχεδόν βομβιστικά και τρομοκρατικά. Σαν την Δήμητρα Μανθεάκη.
Κάθεται στον υπολογιστή της υποθέτω, βλέπει ένα όνειρο με ανοιχτά μάτια και κυρίως ψυχή, το φτιάχνει λέξεις, τις βάζει στο χαρτί και μετά, κατευθυνόμενα, έρχεται αυτή η γυναίκα, που ως άνθρωπος είναι μια ευγενής, μια αρχόντισσα με πεντακάθαρη ματιά και υψηλό πολιτισμικό υπόβαθρο, έρχεται και μας σκορπίζει όπως η Τινγκιμπελ την νεραϊδόσκονη της, στα βλέφαρα, εκείνο το υλικό που θα μας κάνει να πετάξουμε, λίγο πιο ψηλά απ την επανάληψη της στερεοτυπικής μας καθημερινότητας, που απαγορεύει όχι μόνο όνειρα, αλλά και ιστορίες αληθινών ανθρώπων, αν αυτές δεν είναι κατασκευασμένες γυάλινες, κλεισμένες σε ιλουστρασιόν χαρτιά, επίπεδες γυάλινες οθόνες, «σελέμπριτι» φτηνιάρικες και λυόμενες κατασκευές.
Στο βιβλίο όμως αυτό, στο «Άγγιγμα από πάγο», το όνειρο που σε υψώνει πάνω από την ζοφερότητα, έχει σαν βάση του έναν εφιάλτη. Έναν ιστορικό εφιάλτη. Σμύρνη 1922. Ασπρόμαυρες, λασπωμένες, ματωμένες, προδομένες εποχές. Η καταστροφή. Η προσφυγιά. Το να πρέπει να πιάνεις λίγο χώρο σε εκείνο τον τόπο που εκτίμησες σαν μεγάλη πατρίδα. Σακατεμένες ζωές, απώλειες, τραγικά γυρίσματα της Ιστορίας που στο περιθώριο τους σκορπίζονται άνθρωποι, σαν μικρά τίποτα, σαν κόκκοι μιας άμμου που να καταπίνει γνωρίζει.
Ένα κορίτσι σε μια παράγκα, στην άκρη μιας πόλης που δεν την θέλει, συνεχίζει να αρπάζεται από μνήμες και να τις κάνει όνειρα. Τα όνειρα ενός έρωτα, που για λίγες στιγμές γεύτηκε, ή μάλλον υποψιάστηκε τη γεύση του. Τα όνειρα για μια ζωή πιο δίκαιη, απλή ζωή, με λιτές χάρες. Ίσως έναν κήπο με λουλούδια που μυρίζουν, ένα κάδρο στο τοίχο, ένα σπιτάκι φτιαγμένο να σε κλείνει το χειμώνα και τα λιοπύρια έξω. Πόσο εύκολο αλήθεια, είναι, στα κορίτσια όλης της γης, να λυγίσουν, να σπάσουν, να τα σπάσουν, να τα κάνουν να παρατήσουν τα όνειρα απλά και μόνο για να επιβιώσουν, κυνικά, πληγωμένα, βιασμένα, υποταγμένα;
Η Δήμητρα Μανθεάκη, θα αφήσει το κορίτσι Λουΐζα, το κοριτσάκι της, εκεί στην παράγκα των ταπεινώσεων και της οδύνης, να πέσει ή θα δικαιώσει τα όνειρα, στο σύμπαν που η ίδια δημιούργησε; Τι θα κάνει λοιπόν, λέτε, αυτή η ονειροπόλος, δεδομένα, τα συμφωνήσαμε αυτά από την αρχή, έτσι ώστε σε έναν εύγλωττο παραλληλισμό με το ασπρόμαυρο, ταπεινωμένο, λασπωμένο τώρα, τα κοριτσάκια να συνεχίζουν να ονειρεύονται; Όχι παθητικά, για να ξεχνιούνται και να νομίζουν πως ένας έρωτας θα τα σώσει, αλλά για να ατσαλώνονται, να επιμένουν, να μην υποτάσσονται και να φτιάχνουν κόσμους από την αρχή, ξεκινώντας από τον συμπαντικό δικό τους εαυτό; Και πόση μαεστρία, πόση αφοσίωση και πόση επιμονή θέλει, για να βρει η Δήμητρα εκείνο το κορίτσι, στο δίπλωμα μιας ιστορικά, όλο σκοτεινιά εποχής. «Είναι ευκολότερο να γράψεις για τον Σωκράτη παρά για ένα κορίτσι ή ένα μάγειρα», έλεγε ο Αντον Τσέχωφ, που όσο να ‘ναι ήξερε. Λοιπόν, για το δικό της κορίτσι – ηρωίδα, τι θα κάνει η συγγραφέας;
Η ∆ήµητρα Μανθεάκη θα κάνει το καλύτερο σας διαβεβαιώνω. Τόσο για την Λουΐζα της, όσο και για μας. Τους αναγνώστες της. Γιατί εκείνη η ποιότητα που την οδηγεί στην μοναξιά της συγγραφής, που δεν την αφήνει να βγει από το δωμάτιο όταν οι άλλοι έξω ζουν, που την κάνει να προσέχει αποχρώσεις, να ακούει ψιθύρους, να αναλύει αδιόρατες χειρονομίες, να κοιτά κάτω από την επιφάνεια, πίσω απ την κουρτίνα, μέσα στο ημίφως, είναι η εγγύηση της.
Δεν θα σας κουράσω πολύ, δε θα σας πω για τις λέξεις που κυλούν και βρίσκουν στόχους αβίαστα, ούτε για τους χαρακτήρες της, τους ήρωες της που ζωντανεύουν και γίνονται οικείοι, φίλοι, άνθρωποι σου, εσύ ίσως, μαγικά σχεδόν από την αρχή. Δεν θα σας πω για τις αρετές της αφήγησης της, για τη μεθόδευση, την κορύφωση, την λύση, την κάθαρση της πλοκής της. Θα σας πω όμως για άλλη μια φορά πως άνθρωποι που στην εποχή μας τολμούν να γράφουν, να μοιράζονται, να ονειρεύονται και να αγαπούν μετά από όλα αυτά, είναι πολύτιμοι. Όσο η γυναίκα που έφτιαξε όνειρο με ένα άγγιγμα από πάγο… Και γιατί το γράψιμο της δεν είναι λέξεις πάνω σε ένα χαρτί. Είναι επικοινωνία. Είναι μνήμη. Είναι όνειρο…