Αν το σεξ είναι η απάντηση, τότε ποια είναι η ερώτηση; Ή μάλλον οι ερωτήσεις. Ανήκω σε αυτή τη γενιά, που μεγάλωσαν και βίωσαν τις πρώτες τους σεξουαλικές εμπειρίες, σε ένα πολύ περίεργο, ειδικά για την Ελλάδα, χρονικό μεταίχμιο. Ένα σημείο στο οποίο αργά αλλά σταθερά, ο πόθος είχε αρχίσει να απενοχοποιείται, τα gaybar είχαν αποκτήσει τη δική τους στήλη στους οδηγούς της πόλης, τα mainstream περιοδικά αναφερόντουσαν ανοιχτά στο sex και η τηλεόραση δεν φοβόταν τόσο πλέον με το να χρησιμοποιήσει “περιθωριακούς” χαρακτήρες.

Εννοείται κατά πλειοψηφία σε κωμικά πλαίσια, με εκμοντερνισμένoυς «Φίφηδες» εφ’ όσον αν το πράγμα σοβάρευε, το ΕΣΡ θεωρούσε ότι προσβάλλονται ιερά και όσια. Eκτός κι ήσουν η Καριοφυλιά Καραμπέτη ντυμένη πουτάνα και σε κυνηγούσε κάποιος σχιζοφρενής δολοφόνος με πριόνι στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Εννοείται πως για την πλειοψηφία των φυσιολογικών» δεν είχαμε πάψει να είμαστε «ανωμαλάρες».

Ναι, πραγματικά μια περίεργη αλλαγή εποχής, με την ελευθερία της έκφρασης του πόθου να προβάλλει για πρώτη φορά σαν προοπτική, την ώρα που η επιδημία του ΑIDS δημιουργούσε ένα καινούργιο κύμα νεοσυντηρητισμού και κυνηγιού μαγισσών. Και στο πίσω μέρος του μυαλού μας, όσο κι αν χορεύαμε ημίγυμνοι στο Factory, υπήρχε ακόμα έντονος ο καταραμένος πόθος, ο Φασμπίντερ, ο Ζενέ, η πυρκαγιά της ενοχής, του υπονόμου, του λιμανιού, ένα αμάλγαμα υψηλής λογοτεχνίας και μαυρόασπρου ελληνικού μελό στα «Κόκκινα Φανάρια».

Και κάπως έτσι, διχασμένοι ανάμεσα στον Ταχτσή, τον Χατζιδάκη, τον Καβάφη και τα gogo boys, μεγαλώσαμε, πηδηχτήκαμε, χαρήκαμε, γκομενίσαμε, στήσαμε υστερικά δράματα. (Σόρι αν υπερθεματίζω στο gay στοιχείο αλλά από εκεί είναι οι εμπειρίες μου). Ανάμεσα στην ενοχή και την απελευθέρωση. Λίγο μουδιασμένοι απέναντι στην ατόφια χαρά του πόθου και του έρωτα. Κάτι που σε πολλούς από μας,, δημιούργησε μια διαστρεβλωμένη εκδοχή στο συναίσθημα του έρωτα. Σαν να έπρεπε με το ζόρι, να πονέσουμε για να το βιώσουμε, να εξαπατηθούμε, να κάνουμε «αμαρτίες». Ένα ηδονικό αυτομαστίγωμα.

Το ξεχνάω συχνά, έχω κάνει προόδους με την αυτοψυχοθεραπεία μου, είναι όμως κάποιες φορές, δυο τρεις το χρόνο, που για κανένα μήνα κυλάω ξανά, σαν πρεζάκι. Και πιάνω τον εαυτό μου καθηλωμένο στο gayromeo να αναζητώ escorts ή να περιπλανιέμαι σε «μυστικά» μπαρ με ειδικότητα στον πληρωμένο έρωτα. Και μετά σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, να χειρίζω και να χειρίζομαι έχοντας πληρώσει τη φαντασίωση, τον ρόλο, το παιχνίδι.

Δημιουργώντας μια αυταπάτη τόσο πειστική που για μερικές μέρες ξεχνάω ότι είναι φτιαχτή. Αυτή του καταραμένου έρωτα που έγραψα παραπάνω. Του αρχέτυπου σαν μια προσομοίωση ανταλλακτικής αγάπης. Ναι, το σύνδρομο της Κατερίνας Χέλμη και του «μη μ’ αφήνεις Ντορή μου θα φαρμακωθώ, βγάλε με ακόμα και στο πεζοδρόμιο αρκεί να είσαι ο άντρας μου».

Οκ, δεν είναι τόσο δραματικό όπως το περιγράφω, γιατί πάντα, δυο τρεις μέρες αργότερα και ένα δυο κατοστάρικα (που δεν τα έχω) πιο ελαφρύς από την τσέπη μου, συνέρχομαι. Και ομολογώ ότι έχω περάσει υπέροχες ερωτικές στιγμές με escort . Αυτό που είναι άγριο, είναι η συνειδητοποίηση μετά, μέσα σε ένα συναισθηματικό κενό. Ότι αυτό που νοίκιασα, δεν ήταν σώμα. Αυτό που πλήρωσα σαν γνήσιος μαλάκας για να αποκτήσω, ήταν η προσομοίωση του έρωτα. Η ψευδαίσθηση του πάθους. Ο εξαγνισμός της αμαρτίας.

Αν αυτό που με ενδιέφερε ήταν απλά να πηδηχτώ, υπήρχαν χίλιοι τρόποι να το πετύχω με απλό καμάκι, χωρίς τη θεατράλε υπερβολή του «πάω με escort». Και κάπως έτσι, κάθε φορά που τελειώνει αυτή η ερωτική μου παραζάλη, νοιώθω πιο άδειος από πριν. Ούτε καν αμαρτωλός. Αυτό θα είχε έστω μια ηδονή. Απλά άδειος. Ένας ακόμα ανάπηρος που δεν τολμά να αναμετρηθεί με το συναίσθημα και επιλέγει να το αναπαράγει μέσα από σκηνοθεσίες φτηνού σινεμά.

Μη με παρεξηγείς. Τρέφω μεγάλη εκτίμηση ως και θαυμασμό για το επάγγελμα του escort, το θεωρώ απαραίτητο και εξαιρετικό σαν παροχή υπηρεσιών πρώτης ανάγκης. Δεν υποτιμώ την ηδονή ούτε τη συνδέω απαραίτητα με το συναίσθημα. Μια χαρά αυτόνομη μπορεί να υπάρξει και να μεγαλουργήσει και εύχομαι να είμαι πάντα πομπός και δέκτης της. Όμως είναι μόνο ηδονή αυτό που κάποιος ζητά όταν κάνει μπουρδελότσαρκα; Ή κάτω από την στιγμιαία χαρά, τον «μικρό θάνατο» και την αναγέννηση του οργασμού, κρύβουμε άλλα πράγματα;

Τι περιμένεις ενδόμυχα, αρκετές από τις φορές που πληρώνεις για σεξ; Ή ακόμα περισσότερο, τι προσπαθείς να αποφύγεις από τον ίδιο σου τον εαυτό; Πιθανή απάντηση: Μα τον ίδιο σου τον εαυτό. Την παραδοχή της ανάγκης σου να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Τη δυσκολία του να υπερβείς ένα κάρο εμφυτεύματα μέσα σου, προκειμένου να το πετύχεις αυτό. Το φόβο της αποτυχίας απέναντι σε αυτό.

Η ενοχή ήταν πάντα πιο βολική από την τόλμη. Και η ουσία είναι ένα συστατικό που χωρίς να πρέπει πάντα να είναι παρούσα,  χρειάζεται κάποιες στιγμές να βρίσκει τη θέση της μέσα στη συνουσία. Ίσως πάλι απλώς να γερνάω και να ηθικολογώ…

*O τίτλος του κειμένου και ο υπότιτλος είναι στίχοι από το τραγούδι “Νυχτερινά Αγάλματα” των Μάνου Χατζιδάκη και Άρη Δαβαράκη. 

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φοτά με μερικές αλλαγές, στο περιοδικό Antivirus.