Τούτη την ώρα που γράφω  το κείμενο, έξω μαυρισμένοι αλαλάζουν και από την υπέροχη βεράντα μου αγναντεύω με αηδία το κύμα που σκάει στον απέναντι βράχο. Όχι του Καβομαλιά, ο δικός μας είναι μικρός και αβάφτιστος  και δεν έχει ακόμη το σουξέ του συγκεκριμένου. Σήμερα η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Οσίου Τίτου και άλλων μαρτύρων, μεγάλη η χάρη τους, αλλά δεν τους αναφέρω, γιατί δεν είναι και από τα πρώτα ονόματα. Ο άγιος Τίτος ήταν καλός άνθρωπος, μαρτύρησε και είδατε που κατέληξε. Έγινε ιερομάρτυρας και άγιος και μακάρι  το παράδειγμα να το ακολουθήσετε και ‘σεις, που μου τρέχετε στα Paradise και αλυχτάτε άμα περιδιαβαίνει τίποτα καλό.

Το σύμπαν καίγεται και στην τηλεόραση ένα σαλταρισμένο απ’ την νέα σοδειά τραγουδιστών ενημερώνει, ότι τα δημητριακά στο πρωινό του είναι απαραίτητα για την σωματική του ευεξία και πως το ίδιο το αλαφιασμένο, επειδή υπάρχει κίνδυνος, να του κλέψουν κουβέντες, δεν ξεμυτά, χωρίς τα μπόντι γκάρντ. Σωστή βλέπω την κίνηση, γιατί όλα αυτά τα γιούκας που αναφύονται τελευταία, τους λες  καλημέρα και αυτά στο μυαλό τους επεξεργάζονται την απάντηση. 

Φίλοι μου αγαπημένοι αυτή τη στιγμή περιπλανιέστε στις Καραϊβικές πάνω στις αιώρες και κάτω απ’ τους κοκοφοίνικες, το τονίζω αυτό,  γιατί ο κύκλος μου ευημερεί. Δεν θέλω όμως να μου γυρίσετε πίσω σοταρισμένοι. Θα σας μπερδέψουν με το φίλο μου τον Λάκη Γαβαλά και δεν λέει. Ξέρω  ηλιοκαμένα πλάσματα, όλοι γουστάρετε καλοκαίρι, αλλά εγώ περιμένω με λαχτάρα το χειμώνα για να πέσουν οι βροχές και τα χιόνια. Μέσα Ιουλίου και κοιμάμαι  με φουλ κλιματιστικό  αγκαλιά με το πάπλωμα που μοσχοβολάει χειμωνιάτικη θαλπωρή. Περιμένω σαν τον απελπισμένο φαντάρο, να περάσουν οι μέρες και να αποκλειστώ στο όμορφο σπίτι μου και πάνω στα πλήκτρα του πιάνου, να περιμένω την αγάπη που θα ‘ρθει, αλλά κακό χρόνο να’ χει, δεν βρίσκει το δρόμο να μου χτυπήσει την πόρτα. Μ’ αρέσει αυτή η εποχή.

Να κάθομαι στο τζάκι, να ψήνω κάστανα και παϊδάκια, να απαγγέλω με τους φίλους μου Καβάφη και πάνω στο γλεντοκόπι να τραγουδάμε τα κεφατλίδικα της Νένας Βενετσάνου, -θεός φυλάξει! Μελαγχόλησα! Συγχωρήστε με, ήταν τυχαίο. Είναι η δεύτερη φορά που το παθαίνω. Η πρώτη φορά ήταν στο Παρίσι πριν χρόνια, όταν είδα τον Νίκο Αλιάγα με φουστανέλα. Αβάσταχτη απόψε η ζέστη, αβάσταχτη και αφόρητη σαν τις αμαρτίες της δεξιάς. Δεν τις αντέχω τις ψηλές θερμοκρασίες. Χάνω τον οίστρο μου τον ποιητικό, τη δίνη της δημιουργίας, χάνω όλες μου τις αισθήσεις. Ζέστη ήταν θυμάμαι που έχασα κι εσένα και απόψε ταξιδεύεις μακριά μου. Ποιες κίβδηλες αγάπες σε παρασέρνουν σε λεωφόρους μετέωρους; Ποιες φρούδες ματιές σε αποπλανούν σε δρόμους  των αισθήσεων και των παραισθήσεων;  Τι φταίει που το τραγούδι της ζωής  ακούγεται κακόηχο, σαν την τελευταία δουλειά του Πάνου Κιάμου;

Ίσως φταίνε οι αντίκες μου, γιατί σε παλιότερη εκπομπή η Νανά Δούκα που της έχω εμπιστοσύνη και είναι πολύ φίλη μου, είπε πως τα παλιά έπιπλα δεν είναι καλό φενγκ σούι. Δεν θα χαλάσω εγώ την ευτυχία μου, επειδή το πιάνο αυτό δεν είχε καλή ζωή. Δεν θ’ αρχίσω τα χάπια γιατί το σεκρετέρ έκανε προστυχιές τον 19ο αιώνα. Ένα βράδυ που θα ‘χω πιεί, θα ανοίξω την μπαλκονόπορτα και ένα – ένα θα τα εκσφενδονίζω στον απέναντι δρόμο. Πού ξέρεις μπορεί ν’ αλλάξουν τα πράγματα και ας πάει στο διάολο η λονδρέζικη πολυθρόνα, αν και μεταξύ μας είναι πανάκριβα και, με τα λεφτά που παίρνουμε, δεν αγοράζονται πια.

Πιείτε, αφεθείτε, αποπλανηθείτε και να περνάτε καλά, με την ευχή του θεού και του αγίου Τίτου. Εμείς φυσικά θα συνεχίσουμε την επικοινωνία, αν φυσικά το επιτρέψει ο γιατρός.

********************************************************************************************************************************************************************

***Ο Θάνος Αλεξανδρής είναι συγγραφέας, γενάρχης – προβοκάτορας του trash στην τηλεόραση, ραδιοφωνικός παραγωγός, στιχουργός, εισβολέας εναλλακτικά στα σκυλάδικα που τον έκαναν να γραψει το best seller «Αυτή η νύχτα μένει» και ευτυχής αναχωρητής στην Εύβοια.