“H ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μία φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν ένα χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ωστόσο ούτε ανυπόμονος άνθρωπος ούτε με γούστα κοινά. Αφήνω αυτούς που κλειδώνονται στο δωμάτιο τους και περιμένουν, ξαπλωμένοι άβουλα, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, αφήνω αυτούς που κουβεντιάζουν στα σαλόνια απ όπου οι φωνές και η μουσική φτάνουν ευχάριστα στ’ αυτιά μου. Στέκομαι στην πόρτα και γεύομαι τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου μέχρι ότου τα μάτια μου και τα αυτιά μου μεθύσουν – και σιγοτραγουδώ, για μένα μόνο, συγκεχυμένες μελωδίες που συνθέτω εν’ όσο περιμένω.

Για όλους θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει. Γεύομαι την αύρα που μου δίνουν και την ψυχή που μου ‘δωσαν για να τη γευτώ, και δεν ρωτώ ούτε ψάχνω παραπέρα. Αν αυτά που αφήνω γραμμένα στο βιβλίο των επιβατών, θα μπορούσαν, όταν μια μέρα διαβαστούν κι απ΄ άλλους, να τους διασκεδάσουν στη διάρκεια της διαμονής τους, θα ‘ναι καλά. Αν δεν τα διαβάσουν ή δεν τα βρούνε ευχάριστα, πάλι καλά θα ‘ναι”