Βλέπω το Μουντιάλ που διεξάγεται στη Βραζιλία από την αρχή. Από την πρώτη μέρα, την πρώτη σέντρα, το πρώτο λεπτό και έχω δει σχεδόν τα πάντα. Ειδικά από τη σελεσάο και την Αργεντινή, τα έχω δει όλα. Σε τέτοιο σημείο που έφτασα στο συμπέρασμα, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, να παραδεχτώ σαν Έλληνας ότι η Εθνική μου είναι καλύτερη από τους ταλαίπωρους ξεφτισμένους που παλεύουν να κρατήσουν ζωντανούς τους μύθους.
Θα ξεκινήσω από τη μεγάλη μου καψούρα σε επίπεδο εθνικών ομάδων και Παγκοσμίου Κυπέλλου. Μεγάλωσα με… μαγεία. Οι πρώτες θολές έστω εικόνες έρχονται από την παρέα των Ζίκο, Σόκρατες και λοιπών Θεών της μπάλας που την έκρυψαν στην Ισπανία το 1982. Οι αναμνήσεις αυτές μπερδεμένες με τις διηγήσεις του πατέρα για τη Βραζιλία του ’70 με τους Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Τοστάο που σταματούσαν ακόμα και πολέμους, έφτιαξαν τον μεγαλύτερο μύθο στο μυαλό μου. Με τέτοια ένταση, με τόσο έντονα χρώματα που δεν τα έσβηνε τίποτα. Ούτε ο Ρόσι που έπαιζε λαθραία στο Espana ’82, ούτε ο Ζοέλ Μπατς ο τρισκατάρατος που πεταγόταν σα γάτα στα πέναλτι του μεγαλύτερου προημιτελικού που έχω δει, ούτε ο αχώνευτος Μαραντόνα με τον Κανίγια.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και στο ποδόσφαιρο, τα κάστρα πέφτουν από μέσα. Όσα, δηλαδή, δεν κατάφεραν όλοι οι ποδοσφαιρικοί εχθροί του κόσμου, τα κατάφεραν οι ίδιοι οι καριόκας με τον Σκολάρι και την ομάδα που κατέβασαν εφέτος. Δεν μπορώ να τους βλέπω. Στην πρεμιέρα έδωσα τόπο στην οργή διότι όλοι ξέρουμε τι εστί πρεμιέρα Μουντιάλ. Η συνέχεια, όμως, με ξενέρωνε όλο και πιο πολύ. Τόσο που θα ξεστράβωνα μόνο με 2-3 γκόμενες από το καρναβάλι του Ρίο στα πόδια μου.
Βλέπω τον Φρεντ, τον Ζο, τον Γουίλιαν και κάτι άλλα παλτάρια που όμοιά τους τα έχω πετάξει από τη ντουλάπα και με πιάνει τρέλα. Δεν μπορώ να τους συγκρίνω με την ομάδα του 1994 των Μπεμπέτο-Ρομάριο, δεν γίνεται να τους βάλω δίπλα σε εκείνους του 2002 -εννοείται- με τα τέσσερα “R” και τον Καφού, θα τους βάλω δίπλα στα ιερά τέρατα; Ούτε οι ίδιοι οι Βραζιλιάνοι το κάνουν. Ποτέ μια εθνική Βραζιλίας στο παρελθόν, δεν έχει βασιστεί τόσο πολύ σε έναν παίκτη, που όσα ρεκόρ και να κάνει στα 22 του, θα χρειαστεί ακόμα πολλά χιλιόμετρα να φτάσει τους παραπάνω. Μπορεί να τον αδικεί η γενιά του. Τώρα όμως του ‘λαχε και στο κάτω-κάτω δε φταίει. Αλλά ούτε κι εγώ που μεγάλωσα με ποδοσφαιρικές αξίες και ιδανικά της μπάλας τέτοια που με κάνουν να λέω ότι είναι πιο πιθανό να δούμε το νέο Μαρακανά να γκρεμίζεται, παρά αυτή τη Βραζιλία να το σηκώνει.
Πάμε τώρα στους Αργεντίνους. Τους αιώνιους εχθρούς, που τους βλέπω και φτύνω πάνω-κάτω και πλαγίως. Δε θα γράψω τόσο πολύ, γιατί είπαμε, η αγάπη μπορεί να μας πληγώνει, αλλά είναι μία (άντε κι η Ιταλία που με πήγε ταμείο το 2006). Τα σιχάματα, λοιπόν, που έχουν πάρει δύο πλαστά Μουντιάλ και που τολμούν να μιλούν για το βραζιλιάνικο κατεστημένο του Χαβελάνζε και όλα αυτά τα γραφικά που μου ανακατεύουν το στομάχι, έχουν 3-4 παίκτες, αλλά δεν έχουν ομάδα και κυρίως δεν έχουν προπονητή. Ο συνταξιούχος είναι για να πάρει κανένα τσαντάκι από κατάστημα δώρων και να στηθεί στην ουρά για το επίδομα.
Η Αργεντινή, λοιπόν, θέλει να χορέψει τάνγκο με την κούπα, μόνο με τον Λιονέλ Μέσι, άντε και τον Ντι Μαρία που τους πέρασε στους 8, στην παράταση κόντρα στην Ελβετία. Η ομάδα της χούντας του Βιντέλα, η ομάδα με το χέρι του Θεού, η ομάδα με το κλάμα του Θεού, η ομάδα με τη ντόπα του Θεού το 1994, δίνει τώρα τη μπάλα στον Μέσι και του λέει «κάνε ό,τι νομίζεις γιατί άλλο δεν έχουμε, ούτε μπορούμε». Αυτή, λοιπόν, είναι άλλη μια απογοήτευση, διότι όσο και να μη θέλω να τους ακούω, τόσο θέλω να τους βλέπω. Έτσι για να μου θυμίζουν τη δύναμή μου σα Βραζιλία που έχω χάσει το μέτρημα από τις κούπες. Τυχαίο δεν είναι. Υπήρχα, υπήρχαν. Δεν υπάρχω, είναι ανύπαρκτοι και το αντίθετο.
Καταλάβατε τώρα γιατί η Ελλαδάρα είναι καλύτερη; Γιατί έκανε το παραπάνω. Γιατί μας κέρδισε και δε μας έχασε όπως τα δύο λατίνικα παλτά. Γιατί έχει καρδιά και με λίγη τύχη, ακόμα κι αυτή τη Βραζιλία κι αυτή την Αργεντινή, την πήγαινε μια κόντρα σε αυτό το Μουντιάλ. Εύκολα η χώρα του Πελέ θα γινόταν μπλε…