Γιώργος Σαμαράς. Ο πατέρας του γεννημένος στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Ο ίδιος, Ηρακλειώτης, από τα 16 του χρόνια στα φυτώρια της Ολλανδικής Heerenveen. Όταν τον είχαν ρωτήσει αν σκοπεύει να επιστρέψει και να αγωνιστεί στην Ελλάδα, είχε πει: “Είναι συνήθεια πια. Εχω συνηθίσει σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και νιώθω περισσότερο Ευρωπαίος παρά Ελληνας στο ποδόσφαιρο. Για μένα το να γυρίσω στην Ελλάδα και να συμβιβαστώ με τις καταστάσεις είναι πισωγύρισμα”. Ενας Έλληνας “πιο Ευρωπαίος παρά Ελληνας.” Κι όμως, ποιόν άλλον θα εμπιστευόσασταν να χτυπήσει το καθοριστικό πέναλτυ;

Ποιός δε θα’θελε εκείνη τη μέρα  να’ναι στις ελληνικές καφετέριες και στα καλοκαιρινά μπαλκόνια να πανηγυρίζει και να φτιάχνει κυκλώματα και ιστορία με τις παρέες; Αλλά και ποιός θα μπορούσε να αντισταθεί στο να περπατάει όπως εμείς καθημερινά ανάμεσα σε αλαζόνες οπαδούς των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών υπερδυνάμεων, των οποίων η Ελλαδίτσα – Ελλαδάρα αποδείχθηκε ανώτερη, και να μοιράζει σκωπτικά σχόλια; Να περπατάει, έστω για μια μέρα, με ψηλά το κεφάλι, ακόμα κι αν αυτό οφείλεται σε μια στρογγυλή θεά κι ένα hi-tech λιβάδι από τεχνητό γκαζόν;

 Για μας τους απέξω, οι νίκες της Εθνικής πάντα έχουν μια παραπάνω σημασία, ένα παραπάνω τόνο εθνικής υπερηφανειας. Στο εξωτερικό είσαι περιτριγυρισμένος από την πολυσυλλεκτικότητα προσωποποιημένη, όπου κανείς δεν κρατάει αρχείο του αν η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2004 (εκτός αν είναι Πορτογάλος…) ή αν είχε καταφέρει την πρώτη της νίκη σε Μουντιάλ το 2010. Η κριτική, όπως και σε κάθε θέμα, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, είναι κάποτε αντικειμενική, κάποτε αμείλικτη, κάποτε ανιστόρητη και κακοπροαίρετη, ειδικά όταν αισθάνονται τις ποδοσφαιρικές (και όχι μόνο) αυτοκρατορίες τους να απειλούνται από μικρούς Δαβίδ σαν την Ελλάδα.

Μπολόνια, Γρανάδα, Βερόνα, Σέλτικ Γλασκώβης, Ρόμα. Ομάδες στις οποίες αγωνίζονται οι παίκτες της Εθνικής Ελλάδος. Νέα παιδιά που πήραν κι αυτοί την απόφαση να φύγουν από την Ελλάδα ελπίζοντας σε ένα καλύτερο επαγγελματικό μέλλον. Σαν πολλούς από μας, αν και σίγουρα πολύ πιο ακριβοπληρωμένοι, με lifestyle αλλιώτικο μέσα και πέριξ των ποδοσφαιρικών σαλονιών της Ευρώπης, αλλά με μια πορεία μπροστά τους που μόνο εύκολη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Με τις ίδιες ανησυχίες, άγχη, πιέσεις αλλά κι επιτυχίες, προσπάθειες κι επιβραβεύσεις. Ο καθείς και τα όπλα του.   

 Ποιά Ελλάδα εκπροσωπούν; Την Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που επιμένει και “το παλεύει” υπομένωντας καταστάσεις ή συμμετέχοντας, ενεργητικά ή παθητικά, σε καλές πρωτοβουλίες ή και σε χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας; ΄Η την Ελλάδα που την έκανε για να δει κάτι άλλο διαφορετικό και μέσα απ’ αυτό να αλλάξει ίσως και τον ίδιο τον εαυτό της; Η επιτυχία οφείλεται στην “ελληνική ψυχή” ή στις εργατοώρες εξατομικευμένης, οργανωμένης και τεχνικής προπόνησης στα ευρωπαϊκά γρασίδια; Ή μήπως σε έναν συνδυασμό όλων των παραπάνω;

Η απάντηση ήρθε  από τα παιδιά τα γεννημενα στη Γερμανία και στην Αλβανία που ζούν στη Σκωτία, την Ιταλία και την Ισπανία, με έναν προπονητή από την Πορτογαλία. Τους ΄Ελληνες που απέδειξαν ότι μπορούν, σε όποιο σημείο της Γης και να βρίσκονται. “Απ’ την έρμη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου, κι απ’ τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς.” Η Ελλάδα μας έδωσε το πάθος. Η διαφορετικότητά μας, όμως, μας κάνει παγκόσμιους.

Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό.

Υ.Γ. Ήταν 1000% πέναλτυ.

*Η Αγγελική Τσαπατσάρη ειναι νομικός, ζει και εργαζεται στην Ολλανδία