“Είμαστε συνηθισμένοι να πιστεύουμε ότι ο θάνατος για μας είναι το τίποτε, επειδή το κάθε καλό και το κάθε κακό είναι μέρος των αισθήσεων και ο θάνατος είναι στέρηση των αισθήσεων. Γι αυτό, η σιγουριά ότι ο θάνατος για εμάς είναι ένα τίποτε, κάνει τη θνησιμότητα της ζωής ευχάριστη, όχι προσθέτοντας άπειρο χρόνο, αλλά αφαιρώντας την επιθυμία για αθανασία. Πράγματι δεν υπάρχει κάτι επίφοβο στη ζωή γι αυτόν που είναι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει κάτι επίφοβο στο να μη ζει κανείς. Γι’ αυτό είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή όταν έρχεται είναι επίπονος, αλλά επειδή είναι επίπονο να τον περιμένεις να έρθει. Πράγματι αυτό που είναι παρόν δε μας ανησυχεί, αλλά μας πονά με έναν ανόητο τρόπο όταν το περιμένουμε να γίνει. Το πιο τρομερό επομένως από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει ο θάνατος και όταν υπάρχει ο θάνατος δεν υπάρχουμε εμείς. Δεν είναι τίποτα λοιπόν, ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς, επειδή για τους ζωντανούς δεν υπάρχει και οι νεκροί δεν υπάρχουν πια.
Αλλά οι περισσότεροι, μπροστά στο θάνατο, πότε τον αποφέυγουν σαν το μεγαλύτερο από τα κακά, πότε τον αποζητούν ως τερματισμό των κακών της ζωής. Ο σοφός αντίθετα ούτε απαρνείται τη ζωή, ούτε φοβάται το θάνατο, επειδή δεν είναι αντίθετος στη ζωή, ούτε θεωρεί το ότι να μη ζει κάποιος είναι κακό. Και όπως στα φαγητά δεν αναζητά τα πιο πλούσια, αλλά τα καλύτερα, έτσι και στην περίπτωση του χρόνου απολαμβάνει όχι αυτόν που έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια αλλά αυτόν που είναι πιο γλυκός.”