Ο ηλεκτρισμός ήρθε, λέει, στην Ελλάδα, το 1889 και το πρώτο κτίριο που φωτίστηκε ήταν τα Ανάκτορα –αλλοίμονο! Μετά φωτίστηκε το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ενώ την ιδία χρονιά ηλεκτροδοτήθηκε και η Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 19ου αιώνα κατέφθασαν στην Ελλάδα οι πολυεθνικές εταιρείες ηλεκτρισμού. Η αμερικανική εταιρεία Thomson-Houston με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας ίδρυσαν την «Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία» που ανέλαβε την ηλεκτροδότηση μεγάλων ελληνικών πόλεων.
Μέχρι το 1929 θα έχουν ηλεκτροδοτηθεί 250 πόλεις με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων. Στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, στους ορεινούς όγκους, στα δύσβατα μέρη, που ήταν οικονομικά ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρείες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, γιατί δεν είναι κοινωφελή ιδρύματα αλλά έμποροι, πάντα, την ηλεκτροδότηση αναλάμβαναν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια. Τo έτος 1950 υπήρχαν στην Ελλάδα περίπου 400 εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως πρωτογενή καύσιμα χρησιμοποιούσαν το πετρέλαιο και το γαιάνθρακα, αμφότερα εισαγόμενα από το εξωτερικό. Φτάνοντας στον 20ο αιώνα, η κατάτμηση της παραγωγής σε πολλές μικρές μονάδες, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στα ύψη, φτάνοντας στο τριπλάσιο μέχρι και πενταπλάσιο των τιμών που ίσχυαν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ηλεκτρική ενέργεια ήταν λοιπόν ένα αγαθό πολυτελείας, αν και τις περισσότερες φορές παρεχόταν με ωράριο και οι ξαφνικές διακοπές ήταν σύνηθες φαινόμενο.
Τον Αύγουστο του 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ και ως εκ τούτου, οι δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας συγκεντρώθηκαν σε ένα δημόσιο φορέα. Η ΔΕΗ αμέσως στρέφεται προς την αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας λιγνίτης και κατασκευή υδροηλεκτρικών σταθμών στα μεγάλα ποτάμια της χώρας. Της δίκης μας χώρας είναι τα ποτάμια και της δίκης μας χώρας ο λιγνίτης! Το λέω γιατί να ναι ακριβό το ρεύμα καιαλλά στον 21ο αιώνα, να μένουν άνθρωποι στα σκοτάδια και να μην έχουν διέξοδο επιλογής είναι παράλογο.
Έγινε εθνικός αγώνας να ηλεκτροδοτηθεί όλη η χωρά. Θυμάμαι παιδάκι, πήγαινα στο ορεινό χωριό, τόπο καταγωγής του πατερά μου, τα καλοκαιρία. Ήταν μέσα της δεκαετίας του 70 και ηλεκτρικό δεν είχαν. Θυμάμαι τις λάμπες με το πετρέλαιο. Τους φακούς τις νύχτες. Τους φούρνους με τα ξύλα. Κλούβες με σήτες που κρεμιόταν ψηλά για να φυλάγονται τα τρόφιμα. Να ζεσταίνουν οι γυναίκες νερό στις κατσαρόλες για να κάνουν μπάνιο –στη σκάφη, που άλλου;- τα παιδιά. Όταν έφτασε το ρεύμα στο χωριό, τελευταίο σχεδόν στη χώρα, οι ντόπιοι έκαναν γιορτή! Μια μεγάλη σκάλα στον ανθρώπινο πολιτισμό, την είχαν επιτέλους ανέβει, με κόπο, διαβήματα σε υπουργούς, ενοχλήσεις σε τοπικούς βουλευτές, ανέβει! Για να υπάρχουν σήμερα σπίτια στην ίδια κατάσταση. Και να ναι όχι 1975, αλλά 2014…
Αλήθεια σας έχει τύχει; Σας έχει καθίσει μια στραβή, μια απόλυση, μια καθυστέρηση πληρωμής από τη μεγάλη δουλειά, να έρχεται και το χαράτσι, να μπαίνουν και τα τέλη της ΝΕΡΙΤ που υπάρχει δεν υπάρχει το ίδιο και το αυτό είναι, να προστίθενται τα δημοτικά τέλη, κάτι δήμων που σε κάθε εκλογές εμφανίζονται ως πρόσωπα για να καταμετρηθούν ως νίκη κάποιων κομμάτων και τον υπόλοιπο καιρό είναι εξαφανισμένοι -και οι δήμοι και τα κόμματα- και απλά να μη μπορείς να πληρώσεις; Να βλέπεις το ποσό και να χτυπάς κεφάλι στο αδιέξοδο; Να έχεις λύση μόνο τα δανικά ή το μαύρο σκοτάδι που θα σε πάρει και θα σε καταπιεί;
Και πολύ απλά να λες: κύριοι εφορία έχουμε, ΔΕΗ θέλουμε να έχουμε. Εγώ σκούπα θέλω να βάλω, πλυντήριο και να μαγειρέψω ένα φαγάκι για την οικογένεια μου –ξέρω ακούγεται πολύ μικροαστικούλι, αλλά τι να κάνουμε τώρα, αυτή είναι η ανάγκη μου! Δεν θέλω να πληρώσω τους μισθούς των διευθυντών της ΝΕΡΙΤ. Δεν θέλω να πληρώσω τις επιδιορθώσεις των δρόμων που ΔΕΝ θα κάνει ο δήμος η ότι άλλο επιθυμεί. Δεν θέλω να πληρώσω για πολλοστή φορά στη ζωή μου, το ακίνητο που έχτισε ο πατέρας μου, σε οικόπεδο που είχε ο πάππους μου και που τρεις γενιές το πληρώνουμε λες και είναι τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ που αμφιβάλλω αν η βασίλισσα της Αγγλίας φορολογείται τόσο πολύ, όσο εγώ, με το ακίνητο στη Καλογρέζα! Γιατί δηλαδή με το σκοτεινό πιστόλι στο κρόταφο να μ εκβιάζεις να πληρώσω όλα αυτά, ενώ απλά θέλω κρύο νερό στο ψυγείο και φώτα στο δωμάτιο; Πόσο νόμιμος, πόσο δημοκρατικός είναι μεσιέ μου τεχνοκράτη, όλος αυτός ο καταναγκασμός;
Και πάμε τώρα στην στραβή που ξαναλέγαμε. Στο κόψανε το ρεύμα και πας στο υποκατάστημα της ΔΕΗ να βρεις λύση! Εγώ για παράδειγμα ανήκω στην ΔΕΗ Κηφισιάς. Εγώ και το μισό λεκανοπέδιο από την Αγία Παρασκευή και την Νέα Ιωνία μέχρι τον Ωροπό και τον Βαρνάβα. Πράγμα που σημαίνει πως αν φτάσεις στις 6.30 το πρωί, με θερμός, κουβερτούλα και καθετήρα κολλημένο στο πόδι, για να μην αφήσεις την ουρά, που φτάνει ψηλά στην Κηφισίας, μπορεί και να τελειώσεις μέχρι τις 3 το απόγευμα που κλείνει η ΔΕΗ. Αν φτάσεις 8.15 για παράδειγμα δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις δουλειά με τίποτα και αποχαιρετά και το μεροκάματο που μόλις έχασες για να ταυτοποιήσεις το ρεύμα.
Αφού σταθείς στην ουρά, θα δεις πέντε έξι τσακωμούς συμπολιτών σου με σπασμένα νεύρα που ψάχνονται μη τους μπει κάνεις μπροστά. Θα ακούσεις κάνα δυο δικαιωμένους, γιατί εμείς όλοι κάναμε έξοδα, ενώ αυτός όχι. Θα συγχρωτιστείς με κάνα κουρεμένο, με μαύρα ρούχα που θα απαιτεί τη δικαίωση του Μιχαλολιάκου. Θα δεις την γιαγιά να της πέφτει η πίεση απ την ορθοστασία. Θα δεις δυο τρεις να πλακώνονται γιατί κάποιος άναψε τσιγάρο στην ουρά. Και όταν –επιτέλους- μπεις μέσα στα γραφεία, θα δεις τέσσερις ταλαιπωρημένες κυρίες, για 2.500.000 ανθρώπους που τους αντιστοιχούν, με ηρωισμό, τεράστια υπομονή, υπεράνθρωπες αντοχές να εξυπηρετούν τον κόσμο, όσο και όπως μπορούν. Το ότι η ΔΕΗ έχει χιλιάδες εργαζόμενους αλλά κάπου τους έχει καταχωνιάσει να μην τους βλέπουμε και αφήνει ένα μόνο κατάστημα για την μισή Αττική, πώς να το ψυχολογήσεις δηλαδή; Πάντως αυτές εδώ τις εργαζόμενες, στα κάτεργα να τις έριχναν καλύτερη ζωή θα περνούσαν.
Φτάνουμε επιτέλους ύστερα από 7 ώρες ορθοστασίας στην αντηλιά, στο κρύο, ή στον καύσωνα, στο κατάλληλο γκισέ, για να βρούμε μια εργαζομένη σε μεσαιωνικές συνθήκες για να μας εξηγήσει σαν μαγνητόφωνο κάτι που θα χει πει χιλιάδες φορές τη μέρα: «για να επανασυνδεθεί το ρεύμα, πρέπει να καταλάβετε τα 2/3 του συνολικού πόσου στο ταμείο». Καλή μου, εγώ δεν είχα τα 500 με το χαράτσι που μου έστειλαν, θα χω τα 1.700; Και μετά σου λέει πως πρέπει να πληρώσεις και τέλη επανασύνδεσης που βγαίνουν με τον λογαριασμό να πληρώσεις, που είναι αναλογικά με το ποσό που χρωστάς και σου βγαίνουν ας πούμε καμία 300αρα! Μαντάμ τι έχω; Εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας η ένα τριάρι στο Μαρούσι; Τέλος πάντων υπολογίζοντας πως χρωστάς στη ΔΕΗ και είσαι όμηρος της πιο πολλά απ την Εφορία, που ξαφνικά σου φαίνεται έως και συμπαθητικούλα ως δημόσιος οργανισμός, το παίρνεις απόφαση πως θα ζήσεις όπως στο ορεινό χωριό οι παππούδες το 1970 και ψάχνεις για λάμπες πετρελαίου, κλούβα με σήτα και σκάφη σιγοψιθυρίζοντας κάνα «γαμώ την πρόοδο μου μέσα».
Κάπου εδώ να συγχαρώ για τον ουμανισμό τις κυρίες της δημοσιογραφίας και μετά της πολίτικης, που όταν το κοριτσάκι στην Θεσσαλονίκη πέθανε, από κομμένο ρεύμα και όχι από μαγκάλι, κόπτονταν για το ποιος θα πληρώνει τα κοινωνικά τιμολόγια αν όχι οι ίδιοι οι φτωχοί (ας κάνουμε την αρχή απ αυτούς που βρίσκονται δικαίως στη λίστα Λαγκάρντ μαντάμ και βλέπουμε), αλλά και ποιος θα πληρώνει τις επανασυνδέσεις. Ο ανθρωπισμός μπροστά σε ένα νεκρό παΐδι και στα συμφέροντα πλούσιων δεν ήταν του γούστου της κυρίας. Και ήταν σαφώς με τους δεύτερους.
Όλες αυτές οι λέξεις αποσκοπούν στο να πω επιγραμματικά πως εγώ θέλω να πληρώνω μόνο ρεύμα. Και φτηνό ρεύμα ή που να ξέρω πως κοστολογείται και γιατί. Ας με πάει φυλακή ο δήμος, η ποιοτική –τρομάρα της- ΝΕΡΙΤ και ο Βενιζέλος για το χαράτσι του. Σ αυτούς θα χρωστάω, αλλά θέλω καθαρό το ρεύμα… Άντε για να μη πιάσουμε και τα του νερού τώρα, που πληρώνουμε την εθνική εταιρεία EVIAN… Κοινώς, όπως θα λέγε και ο Βάρναλης σε παραφθορά και ας μου συγχωρηθεί:
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ απ’ όλα… η ΔΕΗ!