Δουλεύοντας στις εφημερίδες εβδομαδιαίες και καθημερινές αλλά και αθλητικές και οικονομικές, σε ραδιόφωνα, σε τηλεοπτικούς σταθμούς, σε περιοδικά εβδομαδιαία αλλά και μηνιαία, σε site και έχοντας πάντα ως αντικείμενο το λεγόμενο και πρόσφατα καταραμένο life style έχω να κάνω μια πικρή διαπίστωση: δεν μπορεί κανένας δημοσιογράφος, από μας, να γίνει φίλους με κανέναν διάσημο, σταρ ή μη, με διάρκεια η ευκαιριακό, με ταλέντο ή δυστυχή ατάλαντο, από αυτούς, ποτέ! Κι ενώ ξεκινάω να κάνω πλάκα, στην πορεία κι ενώ γράφω με πιάνει μια αφόρητη θλίψη, για αυτά τα μεγάλα παιδιά, που η δημοσιότητα, συνήθως η εύκολη καταξίωση και τα πολλά λεφτά, συχνά το ταλέντο τους, δεν άφησαν ποτέ να μεγαλώσουν. Και διευκρινίζω πως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Και από αυτούς και από μας… Γιατί λοιπόν δεν μπορούμε να γίνουμε φίλοι ε;  

  • Γιατί πριν γίνουν διάσημοι, ακόμη κι ένα «χαίρω πολύ» να σου έχουν πει, σε παρακαλάνε για μια δημοσίευση, ενώ μόλις κάνουν σουξέ, «θέλουν να απασχολούν μόνο με τη δουλειά τους και όχι για τα προσωπικά τους» και σε παραπέμπουν στις δημόσιες σχέσεις του καναλιού, της δισκογραφικής ή τις προσωπικές τους. Οι δημόσιες σχέσεις τώρα, έχουν ένα τουπέ σα να μη μιλάνε για την Κατερίνα Στυκούδη, αλλά για την Μπιγιόνσε με ενσωματωμένη την Μαντόνα, για αυτό και τους θεωρείς από χέρι προβληματικούς και πολλά μαζί τους δεν θες.
  • Αν μιλάμε για πραγματικά πολύ διάσημους, σημαίνει και πολύ πλούσιους. Η δική μας οικονομική κατάσταση τώρα, παρά τρίχα δεν ανήκει σε αυτό που η Ευρώπη ορίζει ως «κάτω απ τα όρια της φτώχειας». Όταν λοιπόν σου λέει ο – η σταρ, «παρ τ’ αυτοκίνητο και έλα από το σπίτι μου, στην άκρη της Εκάλης να δούμε μουντιάλ» μόνο ως διαστροφική πλάκα μπορείς να το εκλάβεις μιας και πού σκατά να βρεις τόση βενζίνη; Πετρελαιοπηγή έχεις;  Άλλο που μπορεί να σου συμβεί να έχεις να κάνεις συνέντευξη μαζί με τον σταρ (που λέει ο λόγος, ο ίδιος και η μαμά του) και να σου κλείνει ραντεβού, μεσημέρι Παρασκευής σε καφέ στην Γλυφάδα, που και έξοδα για σένα που ζεις στο Μαρούσι είναι και πρέπει να ξεκινήσεις την διαδρομή για να είσαι εγκαίρως από την Τετάρτη το απόγευμα. Σκασίλα του φυσικά. Αυτός και θα σε στήσει και θα φύγει χωρίς να πληρώσει τον λογαριασμό και θα πρέπει να πετάξεις 15 ευρώ για δυο φρέντο καπουτσίνο –τρομάρα του και καταδίκη σου! 
  • Το να ακούς τις αμοιβές τους, όπου η δική σου η μηνιαία αντιστοιχεί στα εξοδάκια τους για το περίπτερο, σε ρίχνει και σε κάνει να αισθάνεσαι πολύ loser και κακομοίρα. Αναλογίζεσαι το δημώδες «πού να καταλάβει ο χορτασμένος τον πεινασμένο» και ψάχνεις παρηγοριά στην παρακαταθήκη γνώσεων σου, ότι και ο Παπαδιαμάντης σε εφημερίδες έγραφε και πάμφτωχος και με δανικά ζούσε, για να ταυτιστείς μαζί του. Το ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ένθεο ταλέντο και δεν έκανε life style δεν το εξετάζεις, διότι είπαμε παρηγοριά ψάχνεις όχι λόγους να αισθανθείς χειρότερα…
  • Το να κάνεις συζήτηση μαζί τους, αφορά πάντα στο να τους ακούς. Πρέπει να υποστείς μονόλογους με προβλήματα ασύλληπτης γελοιότητας, που αφορούν σε στυλίστες, μανικιουρίστες, κίτρινα έντυπα, επαγγελματικά αίολα σχέδια, έχθρες με ανταγωνιστές τους τρομερής μικρότητας. Για σένα δεν θα ρωτήσουν ποτέ τίποτα και αν τυχόν πουν το τυπικό «είσαι καλά;» ή «τι κάνεις;», δεν θα περιμένουν καν απάντηση, αλλά θα βιαστούν να απαριθμήσουν τις δυσκολίες τους. Αν δε, ουρλιάξεις κάποια στιγμή στο τηλέφωνο: “ξέρεις έχω καλπάζουσα μορφή ολέθριας νόσου και οι γιατροί μου δίνουν πέντε μέρες ζωής», θα εισπράξεις στην καλύτερη κάνα: «αχ! Αγάπη μου! Πολύ κρίμα! Λοιπόν, για την φωτογράφιση θέλω και σορτσάκι και μπραζίλιαν και όποιο μου πάει καλύτερα. Τα βρακιά όχι σε μπλε γιατί με χλομιάζουν».  
  • Όταν τους γράφεις ύμνους δεν τηλεφωνούν ποτέ να σου πουν ένα ευχαριστώ. Αν όμως τους γράψεις κάνα ξεχεστήριο κομμάτι –που τους αξίζει- παίρνουν εσένα ανά δεκάλεπτο, τον διπλανό σου στο γραφείο, τον έκδοτη για να απολυθείς. Σε απειλούν, δε, με μηνύσεις, κερδισμένες δίκες -γιατί φυσικά έχουν καλύτερο δικηγόρο εξίσου σταρ με αυτούς, από σένα που έναν ξάδελφο έχεις, που μόλις ορκίστηκε στο πανεπιστήμιο Ξάνθης- και ζητάνε 1.000.000 ευρώ για ψυχική οδύνη αλλιώς θα σε στείλουν στα κάτεργα που σου αξίζουν, με αλυσίδα στο πόδι και να σε βιάζουν και οι ισοβίτες.
  • Πρέπει να μοιράζεσαι τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα, τα μεταφυσικής, στα όρια της προσωπικής αποκάλυψης θρησκευτικά τους πιστεύω, τα οποία συνίστανται σε επισκέψεις σε καφετζούδες, χαρτομάντισσες, χειρομάντισσες, μέντιουμ, πνευματικούς καλόγερους που ξεματιάζουν, σέχτες θρησκευτικές αυτοσυγκέντρωσης καλ. Θαυμάζουν δε ως ανώτερο πνευματικό επίπεδο και πολύ καλλιεργημένο άνθρωπο όποιον τους λέει κάτι φτηνορομάντζες τύπου: «γκρίνιαζα γιατί δεν είχα παπούτσια, ώσπου είδα έναν που δεν είχε πόδια»… ναι, ρε φίλε, θα του χει συμβεί γιατί θα πέρασε κανένας αρτιμελής με φεράρι και θα τον πάτησε…  
  • Υπάρχεις μόνο όποτε έχουν να κερδίσουν κάτι από σένα. Είτε αυτό είναι κάτι που αφορά στην διασημότητα τους, στην καθαυτώ δουλειά τους, στην διασκέδαση τους, στις συναναστροφές τους. Μετά κάτι του θυμίζει απλά τ όνομα… Θεωρούν δε φίλους τους εξαρτώμενους από αυτούς. Μακιγιέζ, βοηθούς, στυλίστες, κομμωτές, διευθυντές εντύπων που τους θέλουν για εξώφυλλα και από πίσω, τους βρίζουν, επαγγελματίες γλείφτες, απατεώνες καιροσκόπους, παλιούς τους αγαπητικούς με καριέρα, δηλητηριώδεις με μεγάλους σιελογόνους αδένες δημοσιογραφίσκους καθ’ όνομα…
  • Έχουν τόσο μάθει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με αυλικούς, παρασιτικούς, αναρριχητικούς ανθρώπους γύρω τους, που όταν κοπάζει, κάποτε, η μόδα τους, η θλίψη, η μοναξιά, ο ανηδονισμός τους, είναι αφόρητα για να τα αντέξεις. Μικρογραφίες της αρχετυπικής Αλεξάνδρας Ντε Λάγκο, που αποχαιρετά το βέβαια αποδημητικό «Γλυκό πουλί της νιότης», μεταμφιεσμένη σε κάθε Πριγκίπισσα Κοσμονόπολις, σαν ατραξιόν περιφερομένη σε φτηνά ξενοδοχεία και κακόφημα καταφύγια. Κάθε που ένας τους πιάνει την λεωφόρο της δύσης του, τη δική του Σάνσετ Μπούλβαρντ τα χαρακτηριστικά του αρχίζουν να θυμίζουν και πάλι άνθρωπο και κάπου εκεί αρχίζει και η δική μας τρυφεράδα απέναντι σε αυτά τα κακομαθημένα, χαϊδεμένα, αιώνια παιδιά, που πάνω τους προβάλουμε τις δικές μας λατρείες, αδυναμίες, ομορφιές και κενότητες. Ένα ταλέντο τους κάπου, η επικοινωνιακότητά τους, η ομορφιά σαν σπάνια εξωτικά λουλούδια τους έκαναν να ξεχωρίζουν. Όταν αρχίζει η κούραση τους, η θαμπάδα, το χάσιμο, ο μαρασμός, χάνουν ισορροπίες, πιο απροστάτευτα ανήλικα από ποτέ. Και εκεί στις ρωγμές και ποτέ στις παντοδυναμίες του και στην αλαζονεία του, αγαπιέται ο άνθρωπος. Έχουν λοιπόν, λίγο πριν το λυκόφως, ελπίδα πως μπορούν να γίνουν και φίλοι…