Παιδιά να λέμε και καμιά αλήθεια. Εξαιρετικός ο Κατσικάρης, υπέροχος ο Μπαρτζώκας, άρχοντας ο Πεδουλάκης, αλλά ο καλύτερος Έλληνας προπονητής είναι άλλος. Είναι αυτός ο σεμνός άνθρωπος με το μαλλί βούρτσα, αυτός ο κύριος που σχεδόν ντρέπεται να μιλήσει στον τηλεοπτικό φακό, αυτός ο τύπος με το όνομα το αντιτουριστικό, ο Σούλης Μαρκόπουλος. Ο κόουτς του ΠΑΟΚ τη χρονιά που μας πέρασε, ένας εργάτης των πάγκων και των γηπέδων. Και δόξα τω Θεώ, αναγνωρίστηκαν επιτέλους η δουλειά του και η προσωπικότητά του καθώς προχθές αναδείχθηκε “κορυφαίος προπονητής της Basket League ΟΠΑΠ για τη σεζόν 2013-14”. Ψηφίστηκε μάλιστα από 49 δημοσιογράφους σε σύνολο 51 συμμετεχόντων στην ψηφοφορία, ενώ οι 41 εξ αυτών τον ψήφισαν ως κορυφαίο.

Και καλά έκαναν λέω εγώ. Το έργο του Σούλη στον ΠΑΟΚ τα τελευταία χρόνια είναι δύσκολο να το αγγίξει άλλος κόουτς. Κι ας ήταν η κορυφαία στιγμή του το 1994 όταν κατέκτησε το Κόρατς με τον Δικέφαλο του Βορρά. Εγώ λέω ότι τώρα φαίνεται το μέταλλο του προπονητή, τώρα στα λίγα και στα δύσκολα που κόντεψε να βουλιάξει η ομαδάρα. Έβαλε πλάτη ο Σούλης για την τιμή των όπλων, για την τιμή της πόλης και για την τιμή της τέχνης του και τα κατάφερε κάτι παραπάνω από μια χαρά. Με τη βοήθεια της διοίκησης βεβαίως, με τη βοήθεια αυτού του σπουδαίου παίκτη του Χαραλαμπίδη, για να τα λέμε και όλα. Αλλά αν δεν υπήρχε ο Μαρκόπουλος για να το πάρει επάνω του (μαζί με το γιο του τον Χάρη, στο πλευρό του), η εξίσωση δεν θα έβγαινε. Τελεία και παύλα.

Τον ξέρω κι από κοντά τον Μαρκόπουλο, τον γνώρισα πριν από χρόνια και ζαμάνια και Θεσσαλονίκη. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που μέτραγαν ακόμη οι μπασκετικές κόντρες του ΠΑΟΚ με τον Αρη. Βρέθηκα κι εγώ τυχαία στη συμπρωτεύουσα, έκανα τις τσάρκες μου κι όταν ήρθε η ώρα του αγώνα λέω “δεν πάω;” Πήγα, έδειξα δημοσιογραφική ταυτότητα, μου είπανε “μπες, αλλά θα κάτσεις κάτω στο κάγκελο”. Σιγά και τι έγινε, καλύτερα να βλέπω από κοντά. Κι όπως βρήκα μια τρύπα και χώθηκα, βλέπω δίπλα μου τον Σούλη. Λέμε “καλησπέρα”, λέμε τα τυπικά των αγνώστων, ξεκινάει το παιχνίδι και μου αρχίζει ο Μαρκόπουλος την ανάλυση, λες και το είχε δει το ματς είκοσι φορές σε βίντεο. Φάση με φάση, κίνηση προς κίνηση!

Το θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια, λες και ήταν χθές. Δεν το λησμονώ, γιατί τέτοια ακτινογραφία είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να την πετύχεις στο δρόμο σου. Αλλά και τις άλλες φορές που τον έχω ακούσει τον Μαρκόπουλο, όταν πείθεται τέλος πάντων να μιλήσει δημοσίως, ο λόγος του είναι πάντοτε σοβαρός, σαφής και μετρημένος. Σαν τις ομάδες που φτιάχνει ένα πράγμα, για να καταλαβαινόμαστε και μεταξύ μας οι μπασκετόφιλοι. Τον τιμώ λοιπόν για μία ακόμη φορά και λέω να μη γράψω ούτε λέξη για εκείνα τα καϊνάρια που προώθησαν σε μεγάλες ομάδες (αλλά και στην εθνική…) διάφορους περίεργους, αλλά ποτέ τον Σούλη. Δεν πειράζει, όταν όλα θα είναι παρελθόν, και τα μεγαλεία και τα τρόπαια και τα καουμποϊλίκια, αυτοί που ξέρουν από μπάσκετ τον Μαρκόπουλο θα τον έχουν πάντα στην κορυφή.