Λατρεύω τα All-Starάκια. Δηλαδή, δεν τα λατρεύω ακριβώς… Eίμαι εξαρτημένος από αυτά. Μιλάμε για μια σχέση πάθους που ξεκίνησε από τα εφηβικά χρόνια και παρά το γεγονός ότι τριαντάρισα δεν λέει να ξεθυμάνει. Μαζί τους πάω για καφέ το πρωί, μαζί τους και για ποτό το βράδυ. Μαζί και στα ταξίδια, κι ας λένε μερικοί πως δεν βολεύουν. Μεγάλη ιεροσυλία να κατηγορεί κανείς ως άβολο ότι πιο βολικό έχει επινοήσει ο ανθρώπινος νους στο τομέα της υπόδησης-ένδυσης (μαζί με τα τζινς, βεβαίως βεβαίως…).

Ποια είναι, όμως, η ιστορία που κρύβεται πίσω από το πιο δημοφιλές παπούτσι του κόσμου που έφτασε στο σημείο να αποτελεί σήμερα στοιχείο ορόσημο της παγκόσμιας pop culture; Άπαντες οι fanς των Αll-Star, από τους σκεϊτάδες και τους χίπστερ της γειτονιάς έως την Μισέλ Ομπάμα, οφείλουν ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Marqis Mill, ο οποίος ήταν αυτός που στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και συγκεκριμένα το 1908, ίδρυσε στο Μάλντεν της Μασαχουσέτης την Converse Rubber Shoe Company.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε το success story των παπουτσιών εκείνων με τη σόλα από καουτσούκ και τις χαρακτηριστικές γραμμές. Αρχικά, η παραγωγή ήταν εστιασμένη στα  χειμερινά μποτάκια, όμως πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην αθλητική αγορά. Αθλητές του τένις, του netball και του αμερικανικού ποδοσφαίρου έπεσαν με τα μούτρα πάνω στο νέο αυτό υπόδημα. Όμως το μεγάλο μπαμ έγινε το 1917 με την διείσδυση των All-Star στον χώρο του μπάσκετ. Το 1936, μάλιστα, η εθνική ομάδα των ΗΠΑ κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου φορώντας τα άσπρα “All Star Chuck Taylor” αθλητικά μποτάκια, με τις πατριωτικές κοκκινομπλέ ρίγες. Εξίσου πατριωτικά και τα All Star που χρησιμοποιήθηκαν από τον αμερικανικό στρατό ως τα επίσημα παπούτσια εκπαίδευσης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι χρυσές δεκαετίες του παπουτσιού ήταν αυτές του ’40 και του ’60. Στο αποκορύφωμά της, μάλιστα, η εταιρεία κατείχε το 80% των πωλήσεων στην αγορά αθλητικών παπουτσιών. Στα τέλη του ‘40 ήταν που κυκλοφόρησαν και τα μυθικά ασπρόμαυρα σταράκια, όπως επίσης και τα πρώτα χαμηλά της σχέδια. Τα δημοφιλή, σήμερα, πολύχρωμα σχέδια δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο μετά το 1960 ως ανταπόκριση της εταιρείας στις ομάδες μπάσκετ που της ζητούσαν παπούτσια χρωματιστά ώστε να είναι ασορτί με τις εμφανίσεις τους.

Τη δεκαετία του ’70, η μόδα τους πέρασε μια καμπή εξαιτίας της δυναμικής εισόδου στον χώρο των Nike, Adidas, Puma. Το ’80 και το ’90, όμως, η κουλτούρα της grunge και ένα ατημέλητο ίνδαλμα που δεν αποχωριζόταν τα βρώμικα All Star του και άκουγε στο όνομα Curt Cobain, έφεραν ξανά άνθηση στις πωλήσεις.

Μετά από μια μεγάλη κρίση στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας (έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας), η εταιρεία σώθηκε εν τέλει από την Nike Inc. Η τελευταία, άνοιξε το δρόμο για τη συνεργασία με μεγάλες εταιρείες από το χώρο της μόδας οι οποίες έδωσαν -και συνεχίζουν να δίνουν μέχρι και τα σημερινά σχέδια της εταιρείας- εξαιρετικές πινελιές γούστου και εκκεντρικότητας.  Η ανταπόδοση από το κοινό ήταν να εκτοξεύσει τις πωλήσεις από τα 205 εκατ. δολάρια το 2002, στα 1.4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012. Η συνταγή της στενότερης επαφής με τη δημιουργική κοινότητα πέτυχε και ανάγκασε τον CEO να δηλώσει: «Η προτεραιότητά μας σήμερα είναι να γίνουμε μια φίρμα ‘’φτιαγμένη για, και εμπνευσμένη από τους καλλιτέχνες’’».