Οχι, δεν πάω με το ζόρι κόντρα στο ρέυμα ούτε γράφω τα παραπάνω (και τα παρακάτω) μόνο και μόνο επειδή η σειρά σπάει τα κοντέρ. Υπάρχουν κι άλλες δουλειές που έχουν σκίσει σε τηλεθέαση και τις έχω λατρέψει όπως και άλλες που προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα τις άντεχαν ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι στο Κάτω Παρτάλι. Το γιατί μια σειρά “χτυπάει” τρελά νούμερα είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων και σαφέστατα όχι ενδεικτικό του περιεχομένου της.
Το “Κάτω” Παρτάλι έσκασε σε μια εποχή τηλεοπτικής ανομβρίας και εκπτώσεων όσον αφορά την ελληνική μυθοπλασία. Και έσκασε με θόρυβο. Τόσο εξ’ αιτίας της υπογραφής στο σενάριο του επιτυχημένου Λευτέρη Παπαπέτρου όσο και λόγω της ασυνήθιστης για τα ελληνικά μέτρα και σταθμά ιδέας του. Συν ένα πλούσιο cast κι ένα ομολογουμένως προσεγμένο και ακριβό μονοκάμερο γύρισμα σε φυσικούς χώρους που ξεκολλάει την οπτική αισθητική, από το γνωστό στουντιακό κόντρα πλακέ.
Μόνο που η αισθητική δεν είναι μόνο η οπτική. Αλλά και άλλα πράγματα. Όπως οι χαρακτήρες και οι ατάκες. Που στο συγκεκριμένο σίριαλ μοιάζουν με πάτσγουορκ αρπαχτή στην καλύτερη και επιστροφή τρεις δεκαετίες πίσω στη χειρότερη. Το τελευταίο πάει στην ξεφωνημένη “Μανώλης” του Μίνου Θεοχάρη μπροστά στον ακισμό και τη σεξουαλική λιγούρα του οποίου, ο Μπέζος στους “Απαράδεκτους” φαίνεται ακτιβιστής. Η Νάντια Κοντογεώργη ως Βίβιαν Δελαπόρτα, εκτελεί χρέη μεταμοντέρνας Μαντάμ Σουσού εκτός τόπου και χρόνου. Που ζει βουκολικό ειδύλλιο με τον Θανάση (Λεωνίδα Καλφαγιάννη). Οι ατάκες της κάνουν την Ντένη Μαρκορά να μοιάζει ιέρεια του σοφιστικέ ξιπασμού. Όσο για τον Καλφαγιάννη, οι σεναριογράφοι θεωρούν πως το τσιγκελωτό του μουστάκι σε συνδυασμό με την έμφαση στο βλαχικό αξάν και την σεξουαλική ορεσίβια έκφραση, αρκούν για να φτιάξουν ρόλο.
Κάτι που ισχύει και για τον Τάσο Χαλκιά ο οποίος υποδύεται τον Διαμαντή, σύζυγο της Μοσχούλας. Ναι, της Βίκυς Σταυροπούλου με το κλουβί – πουλί στο κεφάλι, εντελώς ανήμπορης πέρα από το συγκεκριμένο εύρημα, να ξεφύγει από στερεοτυπικές μούτες. Σε μια εγχώρια, αλά κομεντιέν βουκολική εκδοχή του Twin Peaks. Όπου ένα ζευγάρι, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, μάστορας κι αυτός εδώ στη χρήσης περιορισμένης γκάμας εκφράσεων, ζευγάρι μαζί με την απλά αδιάφορη εδώ Βίκυ Σταυροπούλου, κατεβαίνουν σε ένα χωριό της ορεινής Ακαρδίας, στους γονείς της τελευταίας. Το οποίο κατοικείται από κομπάρσους του Rocky Horror Picture Show με τσαρούχια και κρύβει πολλά κι ενίοτε υπερφυσικά μυστικά.
Δεν ξέρω αν είναι η επικείμενη αποκάλυψη αυτών των μυστικών που καθηλώνει τους τηλεθεατές στους δέκτες τους. Γιατί όσον αφορά τον παράγοντα γέλιο που είναι και το ζητούμενο, προσωπικά δεν γέλασα σχεδόν καθόλου. Μπορεί να έχω εγώ το πρόβλημα γιατί διαβάζω αριστερά και δεξιά πως οι ατάκες του είναι “θανατηφόρες” τη στιγμή που μου φαίνονται σαν γυμνασιακά ανέκδοτα. Τύπου:
-Κύριε Διαμαντή, μου περνάτε τη σαλάτα;
-Από που να στην περάσω;
-Από ΚΤΕΟ.
-Είναι κανείς στο μπάνιο;
-Χιλιάδες μύκητες αλλά δεν ενοχλούν.
-Τα μαύρα τα φοράτε από άποψη ή είναι το dress code του χωριού;
Δεν ξέρω επίσης αν οι δημιουργοί της σειράς παρακολουθούν τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο χώρο της ξένης τηλεόρασης. Όπως και οι δημοσιογράφοι που τους σιγοντάρουν μιλώντας για “θανατηφόρες ατάκες”. Το σίγουρο είναι πως δεν παρακολουθούν ξένη τηλεόραση οι ορκισμένοι θεατές της. Γιατί μόνο τότε μπορείς να γελάσεις με σχολικά ανέκδοτα. Και προφανώς γι αυτούς φτιάχτηκε το πακέτο με μια επίφαση μοντερνισμού. Για εκείνους που ακόμα θεωρούν αστείο το πάλαι ποτέ “Ποιμενικό Ροκ” του Γιάννη Μηλιώκα με τον στίχο “δεν ξαναβόσκω άλλες βουβάλες”.
Ακόμα κι αν δεχτώ ότι ο Λευτέρης Παπαπέτρου κάνει μια άσκηση επιτηδευμένα “κακού γούστου”, θα πρέπει να ξαναδεί λίγο τις ταινίες του Τζον Γουότερς με την Divine. Γιατί παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, εδώ το μονο που καταφέρνει μαγειρεύοντας σε χύτρα ταχύτητας τα υλικά του, είναι να δημιουργήσει έναν θρίαμβο της αισθητικής έκπτωσης με άλλοθι προχωρημενιάς και φόντο τον πάντα πρόσφορο για εύκολο γέλιο, φόντο της φολκλόρ υπαίθρου.
Κάτι που μαζί με διάφορα άλλα που ανέφερα παραπάνω, τον οδηγούν άθελα του να φλερτάρει ουκ ολίγες φορές με την καλυμμένη “χυδαιότητα” του σόκιν αστείου για μικροαστική κατανάλωση σαλονιών με μπερζέρες. Κατηγορία στην οποία, το vintage πλέον “Ρετιρέ”, με την ανομολόγητη προχειρότητα της κατασκευής του και την καλτιά των αιώνων που έχουν περάσει από πάνω του, μοιάζει με pop art. Πιθανότατα γιατί ο Δαλιανίδης δεν είχε ποτέ του κομπλεξικό πρόβλημα με τον μικροαστισμό του και δεν προσπάθησε ποτέ να αποδείξει ότι είναι κάτι άλλο.