Οι ήρωες δεν ξεχνιούνται ποτέ. Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν τέτοιος, για όποιον γνωρίζει την ιστορία του. Ούγγρος που δεν γύρισε στην πατρίδα, λόγω της εισβολής των Σοβιετικών. Ποδοσφαιριστής-ηγέτης από τους μεγαλύτερους που έχουν δει τα γήπεδα. Από τους λίγους που είχαν την ίδια επιτυχία και από την άκρη του πάγκου. Στη μοναχική θέση του προπονητή. Ο Μαγυάρος, ο «καλπάζων συνταγματάρχης» όπως τον φώναζαν, σήκωσε τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης και λίγο έλειψε να σηκώσει άλλη μία σαν προπονητής και να γίνει ο… Ρεχάγκελ πριν από τον Ότο, όταν έφτασε με τον Παναθηναϊκό στο Γουέμπλεϊ.

Τη Δευτέρα 2 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 43 χρόνια από εκείνη τη μεγάλη μέρα που θα σταματούσε ακόμα και τον εμφύλιο. Ο Παναθηναϊκός δεν ξέχασε. Τον τίμησε με την προτομή του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, η οποία αποκαλύφθηκε από τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας.

Στην πλακέτα υπάρχει μία μικρή επιγραφή με το βιογραφικό του, γραμμένο στα ελληνικά και στα ουγγρικά, ώστε να τονίζει το δεσμό που είχε ο Πούσκας με Ελλάδα κια Ουγγαρία. Παράλληλα, τιμήθηκαν οι παλαίμαχοι άσοι του «τριφυλλιού» εκείνης της ομάδας ενώ ακολούθησε φιλικό της ομάδας Νέων με αντίπαλο την ακαδημία Πούσκας.

Έτσι κάλπαζε

Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής του Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η ουγγρική επανάσταση.

Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε το βαθμό του συνταγματάρχη, απ’ όπου προέκυψε και το γνωστό προσωνύμιό του. Παρέα με τους Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) και το 1953 (27). Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και σημείωσε 357 γκολ.

Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει εμφανιστεί στον πλανήτη.

Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 1952 στο Ελσίνκι (γι’ αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει «χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί «γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η εισβολή

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την ΟΥΕΦΑ, η οποία του επέβαλε διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «βασίλισσα», αλλά παρέμενε ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και τον Ραϊμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.

Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει γκολ.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.

Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς Πούσκας δούλεψε ως προπονητής στην Ισπανία (Χέρκουλες 1967, Αλαβές 1968-1969), στις ΗΠΑ (Γκόλντεν Γκέιτ, 1967-1968), τον Καναδά (Βανκούβερ, 1968), τη Χιλή (Κόλο Κόλο, 1975-1976), τη Σαουδική Αραβία (1976-1977), την Αίγυπτο (Αλ Μασρί, 1979-1982), την Παραγουάη (Σολ ντε Αμέρικα 1985-1986, Σέρο Πορτένιο 1986-1989) και την Εθνική Ουγγαρίας το 1993.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Πέθανε από πνευμονία σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, στις 17 Νοεμβρίου 2006.