Κάθομαι τώρα εγώ και διαβάζω μια συνέντευξη υποψηφίου δημοτικού συμβούλου. Ποιού συνδυασμού δεν θα σας πω, γιατί πέρασε στον δεύτερο και δεν θέλω να κατηγορηθώ ότι δίνω γραμμή. Και κρίνω ότι καλά τα λέει ο υποψήφιος. Χρειάζονται οι ποδηλατόδρομοι αλλά δεν είναι ανάγκη να γεμίσουμε τον τόπο. Είναι υποτυπώδη τα προγράμματα για την προστασία των τετραπόδων. Στην Αθήνα είναι πιθανό να κινδυνεύεις περισσότερο από τροχαίο παρά από ληστεία.
Ως εδώ καλά; Ως εδώ κάλλιστα! Κι ύστερα έρχεται μια ενδιαφέρουσα ερώτηση για τους μετανάστες που σε ορισμένες γειτονιές είναι «πολλοί» και «κάποιοι αυτό το θεωρούν πρόβλημα». Ποιά είναι η άποψη του υποψηφίου; Ορίστε η απάντηση: «Πρόβλημα στη γειτονιά είναι ο πολίτης που δεν έχει αντίληψη του κοινόχρηστου. Που δεν καταλαβαίνει πως ό,τι ανήκει σε όλους ανήκει και σε σένα. Όλοι ξέρουμε πως, πρωταθλητής αυτής της νοοτροπίας είναι ο Νεοέλληνας. Ο μετανάστης, στη χώρα απ’ όπου προέρχεται σεβόταν τη δημόσια περιουσία, είτε επειδή είχε παιδεία είτε επειδή είχε ένα κνούτο πίσω από το σβέρκο του. Αν άλλαξε συμπεριφορά, το έκανε επειδή βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου το “μπάτε σκύλοι αλέστε” είναι άγραφος νόμος. Στη γειτονιά μου κατοικούν κυρίως Ανατολικοευρωπαίοι πρώτης και δεύτερης γενιάς και είναι κανονικοί άνθρωποι που απλά μιλάνε μια γλώσσα από την οποία καταλαβαίνω μόνο τις βρισιές. Και που πετάνε τα σκουπίδια τους στο δρόμο, όπως και οι Έλληνες, που οδηγούν δίτροχα με κομμένες εξατμίσεις, όπως και οι Έλληνες, παρκάρουν όπου γουστάρουν, όπως και οι Έλληνες».
Μισό λεπτό λοιπόν να το δούμε το ζήτημα. Επειδή ταξιδεύω στο εξωτερικό από την αρχή της δεκαετίας του ογδόντα κι έχω πάει και Αλβανία (το ’87!) και Τουρκία (ένα σωρό φορές), είδα και παρατήρησα πεντέξι πράγματα. Πρώτον αυτά με την «παιδεία», καλόν είναι να τα ξεχάσουμε. Κλασσικό παράδειγμα είναι η Αγγλία, με παιδεία εκ των καλυτέρων ανά την υφήλιο, που κολυμπάει στα σκουπίδια. Όχι μόνο δεν σέβονται οι Εγγλέζοι δημόσιους χώρους και λοιπές παπάρες, αλλά τους «στολίζουν« κιόλας σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Το αυτό συμβαίνει και στους γείτονές μας τους Ιταλούς, τους εξόχως ραφινέ Γάλλους και μη νομίζετε ότι στην Γερμανία είναι πολύ καλύτερα. Ακόμη και στην πεντακάθαρη Ελβετία, υπάρχουν μέρες που η λίμνη της Ζυρίχης θυμίζει λίγο Βουλιαγμένη όταν φυσάει νοτιάς. Ιδίως το καλοκαίρι όπου βουτάει μέσα ο πάσα ένας και στις όχθες της παρατάνε από αντιηλιακά ως βρακόπανα. Μόνο στη Στοκχόλμη πρέπει να σας πω ότι δεν είδα ψίχουλο στο δρόμο. Και ήταν θέρος, εποχή μπυροποσίας!
Να πάμε και στα πιο κοντινά; Να πάμε και στα πιο κοντινά. Σε ουκ ολίγες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, μέχρι προσφάτως δεν υπήρχε καν υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων. Τα ρίχνανε όλα χύμα στο δρόμο και περίμεναν να φυσήξει για να τα μετακομίσει στο Βόσπορο. Αν σας τύχει καμιά φορά και πάτε με το καραβάκι Πριγκηπονήσια, μπορεί να δείτε τη θάλασσα σπαρμένη με σκουπιδομάνι. Ευτυχώς είναι βαθιά, βαθύτατη και συντηρεί ακόμη ζωή. Και μη μου πείτε ότι στην Τουρκία δεν δουλεύει το κνούτο, γιατί θα σας ζητήσω εισιτήριο επιστροφής απ’ τον πλανήτη Ζοργκ. Όσο για την Αλβανία, εκεί δεν υπήρχε όταν πήγα εγώ κανένα θέμα σκουπιδιών γιατί δεν υπήρχαν σκουπίδια. Όπως δεν υπήρχε και η έννοια του δημόσιου χώρου, ούτε ως μακρινή σκέψη. Οπότε όταν ήρθαν εδώ οι Αλβανοί, δεν ετέθη ζήτημα μεταλαμπάδευσης καμιάς νοοτροπίας και αλλαγής συμπεριφοράς. Βάλτε και το σχετικώς κοινό DNA (με τους Αλβανούς είμαστε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα», όχι με τους Ιταλούς) και έδεσε άψογα το γλυκό. Για τους Αφρικανούς και τους Μεσανατολίτες τέλος, ας μην το πολυσυζητάμε. Οι άνθρωποι είναι καταπληκτικοί σε πολλά πράγματα, αλλά με το σκουπίδι δεν το ‘χουν.
Εν κατακλείδι; Εν κατακλείδι, είναι αδιανόητη βλακεία να την πέφτουμε στους μετανάστες για τα δεινά της Ελλάδας. Αδιανόητη βλακεία, τελεία. Κι όποιος το κάνει, είναι σιχαμένος και κτήνος. Κι από την άλλη, λάθος είναι να τα ρίχνουμε και όλα στους Έλληνες. Πρόκειται απλώς για αυτομαστίγωμα, που έχει αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα. Ξέρουμε πολύ καλά και τα καφριλίκια και τις βρωμιές των συμπατριωτών μας. Η δαιμονοποίησή τους ωστόσο, δεν λύνει προβλήματα. Απλώς προσφέρει επιχειρήματα στη μαύρη και ζοφερή πλευρά του πολιτικού φάσματος. Αν αυτό θέλουμε, έχει καλώς. Αν όχι, όμως;