«Η χώρα τάδε έχει τα “χ”, “ψ” και “ω” χαρακτηριστικά. Αναλύστε αν η χώρα θα γνωρίσει οικονομική ανάπτυξη σε άμεσο μέλλον»
Το πρώτο πράγμα που αντικρίζω στο μάθημα της Παρασκευής και ξαφνικά πρέπει να γίνεις σύμβουλος και να προτείνεις στον επενδυτή (στη προκειμένη περίπτωση στον καθηγητή σου) αν αξίζει να επενδύσει τα χρήματά του σε αυτή τη χώρα. Ερχόμενος από μια βδομάδα αιτήσεων σε συμβουλευτικές εταιρείες και όχι μόνο, η Παρασκευή μού φαίνεται ακόμα μια συνηθισμένη μέρα στην εβδομάδα. Thank God, its Friday λένε αρκετοί, αλλά με το σαββατοκύριακο που με περίμενε κάθε άλλο, καθώς η περίοδος των εργασιών και των deadlines έφτασε για τρίτη χρονιά πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα και ας έλεγα πως θα ξεκινήσω πιο νωρίς φέτος. Κάποια πράγματα όντως δεν αλλάζουν.
Αφού καταλήξαμε ότι ο επενδυτής καλύτερα να πάρει τα χρήματά του και να πάει Αβάνα για ρούμι και πούρα στο όνομα του Κάστρο, φεύγω για να πραγματοποιήσω μια αποστολή που είχα. Εντάξει, είναι λιγότερο συναρπαστικό απ’ ότι ακούγεται, αλλά με τη Παρασκευή που είχα μέχρι στιγμής, έπρεπε να βάλω λίγο χρώμα στις λέξεις. Πηγαίνω να συναντήσω έναν blogger, ο οποίος γράφει για ποτά και διαφορετικά μαγαζιά στο Λονδίνο. Έχω να του δώσω ένα λικέρ που φτιάχνει μια φίλη, το οποίο είχε ζητήσει να δοκιμάσει, έτσι ώστε να γράψει στο blog του επ’ αυτού. Το μόνο στοιχείο που είχα για εκείνον ήταν ο αριθμός του κινητού του και το που θα βρισκόμασταν. Δεν ήξερα καν πως μοιάζει. Ένας αριθμός και μια τοποθεσία: Waterloo Station.
Περνώντας στην νότια πλευρά του ποταμιού από το Waterloo Bridge (η καλύτερη γέφυρα του Λονδίνου, κατά τη γνώμη μου, καθώς βλέπεις από το Canary Wharf μέχρι τα Houses of Parliament και πιο δυτικά) μου στέλνει ένα μήνυμα για το που θα κάθεται. Φτάνοντας στον σταθμό, προσπερνάω τα πλήθη και τον συναντώ. Ένας νέος, 28αρη τον έκανα, με μια μπλούζα Nixon και γερή Αμερικάνικη προφορά. Συστηνόμαστε και του δίνω το πακέτο. Μου λέει πως έχει παραγγείλει φαγητό και έτσι βρίσκω ευκαιρία, μιας και ο ήλιος έχει φτάσει πλέον σε αποδεκτό για αλκοόλ σημείο (ο καθένας δίνει τον δικό του ορισμό γι’ αυτό το σημείο και εγώ αρνούμαι να αποκαλύψω τον δικό μου), να πιω ένα ποτήρι κρασί, μιας και είμαι με κάποιον που έχει γνώσεις επί του θέματος.
Κάθομαι λοιπόν με έναν τύπο που δεν είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου και πίνουμε κρασί σε ένα σταθμό μέρα μεσημέρι. Αρχίζουμε να μιλάμε για γενικούρες προσπαθώντας να καταπολεμήσουμε την αμηχανία της παράξενης συνάντησής μας. «Τι σε έφερε στο Λονδίνο;», «Πόσο καιρό είσαι εδώ;», τα γνωστά. Μαθαίνω πως είναι ηθοποιός και έχει ζήσει/ταξιδέψει παντού. Μιλάμε για κινηματογράφο, πολιτική, κρασί και την Miranda Kerr (το πρωτοσέλιδο της Evening Standard που κρατάει ο απέναντί μου, με ενημερώνει για το χωρισμό της με τον Orlando Bloom. Και η μέρα συνεχίζεται…). Αρχίζουμε να μιλάμε για τη ζωή στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις που έχει ζήσει, όπως το LA και το Vancouver. «Ο κόσμος έχει μια άλλη νοοτροπία εδώ», μου λέει. «Δεν φοβάται να εκδηλωθεί και να εκφραστεί». Η κουβέντα τελικά φτάνει να ρέει σαν να κάθομαι με έναν φίλο που είχα χρόνια να δω.
Κανά 45λεπτο αργότερα σηκωνόμαστε να φύγουμε. Η περίοδος των εκθέσεων δυστυχώς δεν είναι η καλύτερη για μεγάλες συζητήσεις με κρασί. Όταν γυρνούσα αναλογιζόμουν το όλο σκηνικό. Βρέθηκα με έναν ξένο σε ένα μπαρ και πέρασα 3 τέταρτα της ώρας μου μιλώντας του σαν να είναι γνωστός μου. Είναι αυτό που έλεγε και αυτό που μου αρέσει σε αυτή τη πόλη. Οι άνθρωποι δεν φοβούνται να μιλήσουν, να εκφραστούν, να εκδηλωθούν. Βγαίνεις μόνος σε μια pub για μια Guinness (εννοείται) και αρχίζεις να μιλάς σε έναν που κάθεται δίπλα σου στο μπαρ. Καμία αμηχανία. Μου έχει τύχει αρκετές φορές σε houseparties μπαίνοντας να ξέρω μόνο δύο-τρία άτομα και στο τέλος να έχω συζητήσει με όλους για διαφορετικά πράγματα. Ok, μπορεί να μην θυμάμαι όλα τα ονόματά τους, αλλά όπως είπαμε και στο πρώτο άρθρο, έχω μια μικρή αδυναμία σε αυτόν τον τομέα.
Στην Αθήνα (όπως και στο Élysée επίσης) δεν έχει τύχει να βγω μόνος και να μιλήσω σε κόσμο τριγύρω μου χωρίς να εισπράξω παράξενα βλέμματα. Η επικοινωνία και η αμεσότητα με ξένους είναι κάτι που έχει χαθεί, μεταξύ άλλων, μέσα στη μαυρίλα που αντικρίζουμε τα τελευταία χρόνια. Δεν σας μιλάω για επικοινωνία με έναν γείτονα ή κάτι παρόμοιο, αλλά για έναν εντελώς ξένο. Χρειάζεται μια άνεση η όλη ιστορία που όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερο φαίνεται να εκλείπει. Από την άλλη δεν μπορώ να μας κατηγορήσω 100%. Η καθημερινότητα του μέσου Έλληνα δεν είναι και η πιο εύκολη πια. Η όποια επικοινωνία γίνεται στα πλαίσια καθημερινών αναγκών και όχι από ουσιώδης επιθυμία.
Όπως και να έχει, το Λονδίνο φαίνεται να ξεχειλίζει από αυτή την άνεση. Είσαι στο μετρό και μπαίνει μια ντυμένη σαν να γυρνούσε από casting ταινίας του Tim Burton. Κανένας δεν γύρισε να την κοιτάξει παραπάνω από το συνηθισμένο. Ναι, είναι περίοδος του Halloween, αλλά η εμφάνισή της δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα και ως εκ τούτου ξένη ή δακτυλοδεικτούμενη. Σε διάφορα μέρη του Λονδίνου, όπως το Camden Town, ίσως είναι ο κανόνας τελικά. Δεν τους πειράζει όμως τι θα βάλει ο ξένος. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν θα μιλήσουν για τον ξένο, αλλά με τον ξένο. Δεν θα σχολιάσουν, αλλά αν τύχει, εν μέσω μιας μπύρας ή ενός κρασιού, θα συζητήσουν και θα δείξουν ένα ενδιαφέρον για τη ζωή του. Πλαστικοποιημένη ευγένεια; Πράξη καθαρά για τυπικούς λόγους; Ας είναι. Διότι τελικά, κάπως έτσι καταφέρνεις να ζήσεις σε μια τεράστια πόλη, 8 εκατομμυρίων ξένων, χωρίς να νιώσεις τη παραμικρή μοναξιά ή αμηχανία ανάμεσα στα πλήθη.