Έχουν περάσει σπουδαίοι μουσικοί απ’ την Ελλάδα. Έχει περάσει ο Gilmour στην ωριμότητα κι έχουν περάσει ο Clapton κι ο Richards στα νιάτα τους. Εχει περάσει ο John Cale στο πιάνο και στο βιολί (τη δεύτερη φορά, κορόϊδευε), έχει περάσει ο Randy Νewman, έχει περάσει ο Van Morisson, έχει περάσει ο Ray Manzarek, έχει περάσει ο Peter Hammill, έχει περάσει ο Mick Harvey, έχει περάσει ο Bo Diddley, μέχρι αύριο μπορώ να κάθομαι να γράφω, όλο το χαρτί κι όλες οι οθόνες της χώρας δεν μου φτάνουνε. Άσε που έχει περάσει κι ο Rory…
Δεν μπορώ να πω, η ποπ κουλτούρα στο ευρύ της φάσμα, δεν μας έχει αφήσει πεινασμένους. Αλλά δεν θέλω να γράψω για τους ανωτέρω, θέλω να γράψω για τα δικά μας τα παιδιά. Να ξεχωρίσω αυθαίρετα (ναι, αυθαίρετα εντελώς) τρία ταλέντα εγχώρια που θα μπορούσαν να σταθούν με αξιώσεις, με το κεφάλι ψηλά σε οποιαδήποτε σκηνή του κόσμου. Τον Κλέωνα Αντωνίου, τον Ηλία Ζάϊκο και τον Γιώργο Κοντραφούρη – με αλφαβητική σειρά τους βάζω για να μην έχουμε θέματα!
Ξεκινώ από τον πρώτο. Ο Κλέων τα έχει γράψει τα χιλιόμετρά του εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που συνεργαζόταν με τη Λένα Πλάτωνος και τον ζηλεύαμε όλοι οι συνειδητοποιημένοι φοιτητές (οι μη συνειδητοποιημένοι άκουγαν “Eye of the Tiger”…) γιατί ήμασταν απαξάπαντες ερωτευμένοι με τη Λένα. Κι έπειτα ήρθαν οι Mode Plagal, έπειτα ήρθε το “Όλα θα τα διαγράψω” του Γιώργου Μαργαρίτη, ήρθαν οι συνεργασίες με τη μισή μουσική Ελλάδα. Ακούγεται τετριμμένο, αλλά ο Κλέων είναι παντού.
Παντού και πουθενά κατά κάποιο τρόπο, μιας και παίζει να είναι το πιο δημοκρατικό στοιχείο σε όλο το ηχητικό στερέωμα της Ελλάδας. Διότι, σε αντίθεση με πλείστους όσους συναδέλφους του, ο Κλέων δεν χρησιμοποιεί την κιθάρα ως υποκατάστατο τεστοστερόνης αλλά ως προέκταση της ευφυΐας του. Είναι με δυο λόγια ο ιδανικός συνεργάτης. Κι όταν αποφασίζει να σολάρει, όταν επιτέλους αποφασίζει να σολάρει, ανοίγουν τα σύμπαντα όλα! Είναι εκείνη η μοναδική στιγμή όπου ο χαμαιλέων χωνεύει τα χρώματα από τη μία ως την άλλη άκρη του φάσματος και βγάζει ένα καινούριο δικό του. Σχεδόν too good to be true. Σχεδόν.
Εκεί κοντά είναι κι ο Γιώργος Κοντραφούρης, ο “Hendrix του Fender Rhodes” όπως τον βάφτισα μια φορά κι έναν καιρό και το πήρε ο κουμπάρος μου ο Ιλάν Σολομών, ο παλιός διευθυντής προγράμματος στον Jazz FM, και το έκανε σλόγκαν. Είχε τους λόγους του ο Ιλάν, διότι αυτός τον ανακάλυψε το Γιώργο ένα βράδυ στου Στρέφη, μετά από μια συναυλία, όταν τον πλησίασε ένα πιτσιρίκι και του ζήτησε να παίξει κάνα-δύο νότες στο πιάνο. Και τον άφησε ο κουμπάρος κι έπαιξε το πιτσιρίκι και του γύρισε το μάτι του δικού μου. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανασυναντήσει άλλη φορά.
Γιατί είναι ταλέντο κολοσσιαίο ο Κοντραφούρης, είναι ταλέντο παγκόσμιο. Και τα (λίγο πιο πέρα από την τζαζ) σολαρίσματά του στο κίμπορντ είναι τόσο πηγαία, που σε αφήνουν άφωνο. Αλλά αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλα στη τέχνη του, είναι ότι το γλεντάει. Τον βλέπεις ρε παιδί μου πάνω στη σκηνή να χαίρεται σαν παιδάκι όταν ακουμπάει τα πλήκτρα. Σαν εκείνο το πιτσιρίκι ένα βράδυ στου Στρέφη μετά απ’ τη συναυλία. Δεν το αγοράζεις αυτό και δεν πουλιέται πουθενά, όσα και να δώσεις.
Να κλείσω με τον Ηλία Ζάϊκο, που δεν γινόταν να περάσεις από Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ογδόντα (το μικρό Βερολίνο της νεότητάς μας) και να μην πέσεις επάνω του. Ήταν βαριά η σκιά των Blues Gang πάνω στην πόλη και το “Παραρλάμα” έπαιρνε φωτιά συχνά-πυκνά. Όλοι θέλαμε ν’ ακούσουμε το μπλουζ, όλοι γουστάραμε που ένα παιδί δικό μας καβαλίκευε με τόσο σφρίγος το δωδεκάμετρο, όλοι ψοφάγαμε να είμαστε στη θέση του και να τα χώνουμε. Ζόρικος, βαρύς και άρχοντας στη σκηνή, μας έβγαζε τα μέσα έξω με τη μαγκιά του και τα σόλα του.
Ύστερα τον έχασα βεβαίως, όπως χάνονται καμιά φορά οι μεγάλες οι αγάπες. Και τον ξανασυνάντησα τα περασμένα Χριστούγεννα στα Τρίκαλα, όπου ήρθε να παίξει με τους Blues Wire. Πήγα με φόβο, το ομολογώ, γιατί φοβόμουν ότι θα συναντήσω μια φιγούρα κολλημένη στο παρελθόν, ένα φάντασμα ένδοξων εποχών. Ευτυχώς διαψεύστηκα παταγωδώς! Γιατί είδα έναν κιθαρίστα σοφό απ’ τις εμπειρίες, έναν μουσικό που δεν πρόδωσε αλλά και δεν υποτάχθηκε στις επιρροές τους, ένα καρντάσι που μπόλιασε το μπλουζ με μπόλικο Θερμαϊκό. Και δεν διέψευσε μόνο τους φόβους μου, διέψευσε και τη μυθολογία εκείνη που θέλει τους λευκούς να μην μπορούν να παίξουν το μπλουζ. Ναι, σίγουρα, δεν αντιλέγω, αλλά ο Ηλίας δεν είναι λευκός. Είναι Σαλονικιός!