Έχω να πιάσω χαρτιά στα χέρια μου κοντά είκοσι χρόνια. Έπαιζα όταν ήμουνα μικρός κολτσίνα και ξερή, έμαθα πινάκλ στη διαδρομή, πιο ύστερα μπιρίμπα και Θανάση, συναντήθηκα με το εικοσιένα και στο τέλος, όταν πλέον βαφτίστηκα φοιτητής, μπήκα στο σύμπαν της πόκας. Και μπήκα τόσο βαθιά, που έχω προσωπικό ρεκόρ 27 ώρες σερί επάνω στο τραπέζι. Νύχτα μπήκα, νύχτα βγήκα. Κι επειδή άμα δεν ξοδέψεις πόκα δεν μαθαίνεις, ξόδεψα και τα ανάλογα ποσά. Τότε που λεφτά υπήρχαν και χρόνος περίσσευε.
Ολα αυτά τα ωραία τελείωσαν όταν μπήκε στη ζωή μου ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα άλλα. Την είδα, με είδε, την αγάπησα, με αγάπησε, να μην τα πολυλογώ ακόμη μαζί είμαστε. Με το χαρτί όμως χώρισα. Δεν της άρεσε, δεν το γούσταρε, έβαλε βέτο, είπα αντίο στην τράπουλα. Αν είναι να διαλέγεις μεταξύ παθών, καλό είναι να προτιμάς αυτό που σε γεμίζει περισσότερο. Πήρα λοιπόν την απόφασή μου και δεν κοίταξα πίσω.
Μέχρι πριν από κάτι μέρες, που ήρθε με ένα λάπτοπ ο Βασίλης στο γραφείο. Κι όλο σταμάταγε να δουλεύει στο δικό του το κομπιούτερ κι όλο τραβιόταν στο φορητό. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, ξύπνησε η περιέργεια μέσα μου. Πλησίασα, ρώτησα, «παίζω πόκερ» μου είπε. Και μου εξήγησε ότι είναι μια ηλεκτρονική διεύθυνση όπου βάζεις απ’ την πιστωτική σου όσα ευρώ θέλεις και σου δίνει ανάλογους πόντους. Αυτός είχε βάλει 20 ευρώ και είχε πάρει 2.000 πόντους, καθότι κάθε ευρώ ίσον 100 πόντοι. Και κάπου εκεί γύρω τσαλαβούταγε τόσες μέρες.
«Να παίξω κι εγώ;», τον ρωτάω. «Και δεν παίζεις», μου λέει, «εγώ πάω σε μια συνέντευξη Τύπου και θα γυρίσω σε μια ώρα». Σκεφτόταν ο άνθρωπος ότι και όλα να τα έχανα, πάλι μπορούσα να τον καλύψω. Σιγά τα λεφτά, ένα εικοσάρικο όλοι το ‘χουμε πάνω κάτω. Εκατσα λοιπόν στο κομπιούτερ αφού μου εξήγησε δύο-τρία βασικά της γραφειοκρατίας και στρώθηκα στη δουλειά. Μιάμιση ώρα μετά, επέστρεψε ο Βασίλης και με βρήκε να κάθομαι πάνω σε ένα βουνό 30.000 πόντων. «Τόσο καλά;» με ρώτησε. «Τόσο καλά», του απάντησα. Τον άφησα με μια έκφραση απορίας στη φάτσα και επέστρεψα στο γραφείο μου.
Σιγά τα δύσκολα εδώ που τα λέμε. Για τον Ελληνα παίκτη πόκας, ο οποίος έχει μάθει να ανταποκρίνεται σε δεκάδες παραλλαγές (από Κούκο μονό ως Μαμουθάκι παιζόμενο κι από Δορυφόρο ως Φόλοου δε Κουήν), αυτό το κλασικό Τέξας Χόλντεμ που παίζουν στο ίντερνετ είναι παιδική χαρά. Πέντε φύλλα κάτω, δύο στο χέρι, σιγά τις παραλλαγές και σιγά τους υπολογισμούς που πρέπει να κάνει ο συμμετέχων. Και σιγά τις ανατροπές που ενδέχεται να προκύψουν. Παίξε εσύ Φόλοου δε Κουήν που έγραψα πιο πάνω, να αλλάζει όλη η τύχη του παιχνιδιού από ποντάρισμα σε ποντάρισμα και να βρίσκεσαι από την κορυφή στον πάτο εν ριπή οφθαλμού και θα σου πω εγώ μετά αν έχεις νεύρα να αντιμετωπίσεις τους ιντερνετικούς αντιπάλους.
Είναι και θέμα χρόνου επίσης. Στην ελληνική πόκα, άμα κάνεις πάνω από 10 δευτερόλεπτα να μιλήσεις θεωρείται ότι έχεις πάει «ντούκου». Ότι δεν πόνταρες εν ολίγοις και περιμένεις τις αντιδράσεις των υπολοίπων για να κινηθείς. Στο Τέξας Χόλντεμ το ιντερνετικό (αλλά και το live που βλέπουμε μεταμεσονυκτίως στα κανάλια μας), σε παίρνει να το σκέφτεσαι και να το ξανασκέφτεσαι κάνα λεπτό. Και δεν παρεξηγεί κανείς! Μιλάμε για χρονικό διάστημα αδιανόητο για τα δικά μας τα τζιμάνια, που έχουν μάθει να αντιδρούν τσακ μπαμ. Οπως καταλαβαίνετε, μέσα σε αυτό το διάστημα που ο ξένος χρειάζεται για να ανακοινώσει το ποντάρισμά του ο Ελληνας έχει καταστρώσει στρατηγική για τρεις κινήσεις μπροστά.
To τρίτο σημείο αφορά στον τρόπο του παιχνιδιού τον ιντερνετικό. Στα ελληνικά τραπέζια, άμα εμφανισθείς με ένα δεκάρικο στην τσέπη και παίζεις όλη νύχτα «καραμπίνα» (μηδενικό ποντάρισμα σε κακό φύλλο, υψηλό ποντάρισμα σε καλό φύλλο), δεν θα σε ξανακαλέσει κανείς. Στο ίντερνετ από την άλλη, δεν υπάρχει τέτοιο ρίσκο. Οπως και να αγωνίζεσαι, κάποιος στίβος θα βρεθεί για να σε υποδεχθεί. Και αν είσαι προπονημένος στα δικά μας τα ήθη και τα έθιμα και δέκα ευρώ να έχεις στην τσέπη (ή σε πόντους), θα καταφέρεις μια χαρά να σταθείς. Και να θριαμβεύσεις, αν σε πάει λιγάκι η θεά τύχη. Το γεγονός ότι σκάσανε μύτη οι πρώτοι Ελληνες πρωταθλητές πανευρωπαϊκού επιπέδου, μόνο τυχαίο δεν είναι!