Καλά να μας ψεκάζουν. Άμα δεν μας ψεκάζουν όμως, τότε τί γίνεται; Αυτή είναι η απορία η δικιά μου, η ερώτηση που τριβελίζει το μυαλό μου εδώ και χρόνια. Από τότε, για την ακρίβεια, που ταξίδεψε (business υποθέτω…) ο Γιώργος Παπανδρέου ως το Καστελόριζο και ανακοίνωσε στους εμβρόντητους Έλληνες πολίτες ότι το πάρτι τελείωσε. Δη πάρτι ιτσ οβιρ, που είπε κι ο Σιούφας, ήρθε η ώρα να πληρώσετε τα σπασμένα αγαπούλες.
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι εξέγερση δεν είδα. Υπάρχει βεβαίως το μεγαλειώδες έπος των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, αλλά περισσότερο με σχολική εκδρομή έμοιαζε παρά με γαλλική επανάσταση. Περάσαμε ωραία, ακούσαμε ένα σωρό υπέροχα πράγματα, χαρήκαμε παρέες και σχετικώς παράνομες απολαύσεις με φόντο τον Άγνωστο Στρατιώτη, φιληθήκαμε κάτω από τον ίσκιο της Μεγάλης Βρετανίας, τι να σας πω μια κούκλα, μια κουκλίτσα. Αλλά ξεσηκωμό δεν είδα.
Ούτε καν φέτος δεν ύψωσε ανάστημα ο Έλλην (και η Ελληνίς, μην ξεχνιόμαστε) που υποτίθεται ότι άλλο δεν άντεχε ο τράχηλός του. Μπήκε ο χειμώνας, βγήκε ο χειμώνας, στη θέση τους παρέμειναν και η Βαστίλη και οι Βερσαλλίες. Εντάξει έκανε το σχετικό σαματά το ΠΑΜΕ, οκέι μερικές φορές κουνήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα αναστέναξαν οι συνταξιούχοι, μη μου πείτε όμως ότι είδατε κανένα κουρνιαχτό να ζυγώνει τη Βουλή. Ούτε περιστεράκι δεν πέταξε, ούτε σπουργίτι δεν κουτσούλησε…
Οπότε μας ψεκάζουν ή δεν μας ψεκάζουν; Μακάρι να μας ψεκάζουν, απαντώ. Έτσι θα εξηγιότανε η αδράνεια, η χαλαρότητα, ο ζαμανφουτισμός των Ελλήνων. Άσπρες άγνωστες γραμμές στον ουρανό, που λέγανε και στις ερωτήσεις τους στη Βουλή ο Μάκης Βορίδης και ο Φώτης Κουβέλης, και πάρ’ το κάτω το μαχητικό πνεύμα. Το φανταράκι της Αλβανίας, η γυναίκα της Πίνδου, κρύβονται έξαφνα κάτω απ’ το στρώμα, μέσα στη ντουλάπα, πάνω στη σοφίτα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα τους δικαιολογούσα. Ξέρεις τι είναι εκεί που περπατάς, να δέχεσαι τον ψεκασμό στην κεφάλα; Σε κάνει άλλο άνθρωπο! Βλέπεις τον Παπανδρέου με φόντο τις βαρκούλες να αναγγέλλει τον θάνατο του ελληνικού κράτους και αντί να ανεβάσεις σφυγμούς, αντί να κατεβάσεις καντήλια, έρχεσαι απλώς και σκας ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ως άλλος χίπστερ στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, που βρίσκει τον κόσμο kinda cool, you know.
Αν όμως δεν μας ψεκάζουν; Αν τα βλέπουμε απαθείς χωρίς χημική υποβοήθηση, όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια; Αν είμαστε λωτοφάγοι από μόνοι μας, άνευ άσπρων άγνωστων γραμμών; Είναι να σε πιάνει ένας τρόμος εσωτερικός, τόσο για τον εαυτό σου όσο και για τους συμπολίτες σου. Να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Και να ετοιμάζεσαι για συμβόλαιο σε ζωολογικό κήπο ή σε τσίρκο…