Εντάξει δε θα λέγαμε ότι είμαι κι ο πιο πιστός άνθρωπος.Πρέπει να τα τσούγκρισα μαζί Του κάπου στις αρχές του δημοτικού όταν δεν μου καθόταν και πολύ καλά το γεγονός ότι κάποια παιδάκια στην Αφρική πεινάνε, δηλαδή γιατί να πεινάνε αυτά τα παιδιάκια; Γιατί δεν κάνει ο Θεός κάτι γι’ αυτά;
Και γιατί τον παππού τον πήρε μία μέρα ο «καλός Θεούλης» με το έτσι θέλω, ας πούμε; Άσε στους εκκλησιασμούς… Με αυτή τη μυρωδιά από το λιβάνι κάθε φορά να προσπαθώ να πείσω τον δάσκαλο ότι ζαλίζομαι και θέλω να βγω έξω κι αυτός εκεί να επιμένει ότι δεν πρέπει να κουνηθώ από την καρέκλα. Μέχρι που μια φορά έβγαλα όλο το πρωινό μπροστά στους συμμαθητές μου, πείστηκε αυτός, έγινα ρεζίλι εγώ.
Μετά στα πρώτα μαθήματα ιστορίας, καταλάβαινα ότι κάτι περίεργο παίζει κι εδώ με τις θρησκείες. Πολύ αίμα ρε παιδί μου. Μήπως περισσότερο μας χωρίζουν από το να μας ενώνουν μ’ αύτες ;
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε ένα Πάσχα. «Τώρα που μεγάλωσες πρέπει να κάνεις κι εσύ νηστεία». Τιιιι; Φυσικά για να μην στενοχωρήσω τη γιαγιά την πρώτη φορά είπα ναι. Έζησα ένα δράμα να μυρίζω τα κουλουράκια και να μην μπορώ να τα φάω. Να βλέπω τα τσουρέκια και να μην μπορώ να τα αγγίξω γιατί κάποιος είχε αποφασίσει ότι δεν πρέπει. Τσουγκρίζοντας το αυγό μου εκείνο το βράδυ της Ανάστασης, τσούγκριζα και μια για πάντα τη σχέση μου μαζί Του.
Φυσικά και σέβομαι και καταλαβαίνω την επιθυμία των ανθρώπων να πιστεύουν όπως και να εκφράζουν αυτό που πιστεύουν. Είτε λέγεται Αλλάχ, είτε Βούδας, είτε Χριστός, είτε δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Όπως θέλω να σέβονται και την δική μου να μην το κάνω.
Μετά μεγάλωσα, διάβασα, δεν πείστηκα, προστέθηκαν χίλια δυο επιχειρήματα στα περί Εκκλησίας και Θεού που επιβεβαίωναν αυτό που είχα αποφασίσει από παιδί. Οκ, δεν με αφορούν τα ουράνια. Με τα επίγεια τι κάνουμε. Κι έτσι έπαψα να περιμένω Αναστάσεις και να παλεύω για επαναστάσεις…