«Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται. Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα». Έτσι τελείωνε η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ το Δεκέμβριο του 1963.
Ένας Έλληνας που έρχεται στην Ολλανδία έχει πολλά τέρατα να αντιπαλέψει: τον καταθλιπτικό καιρό, την απουσία της γενναιοδωρίας, της κουβαρντοσύνης στους ανθρώπους, τους άκαμπτους κανόνες, ακόμα και την αμήχανη επιστροφή στο ποδήλατο μετά από χρόνια σκουριάσματος στο πατάρι των παιδικών χρόνων. Μπορεί να αποκτήσει όμως μια θέση εργασίας συνήθως αντάξια των προσδοκιών, ένα χαριτωμένο σπίτι με λίγο τσουχτερό ενοίκιο κι έναν ενδιαφέροντα τρόπο ζωής. Και ίσως ακόμα, αγάπη και κατανόηση από ντόπιους ή ξένους που κι αυτοί με τη σειρά τους αντιπαλεύουν τα δικά τους τέρατα.
Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» πάνω σε ένα πλοίο που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει με προορισμό την Αίγινα. Ήταν καλοκαίρι του 1936. «Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει» λέει ο Σεφέρης, “κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”, είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι, εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν, την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.» Δεν είναι πλέον 1936. Είναι 2014 και ακόμα και σήμερα, πολλοί από μας βαρεθήκαμε να περιμένουμε τα αργοκίνητα ελληνικά καράβια να ξεκινήσουν. Ευτυχώς όμως, εμείς ακόμα κολυμπάμε, στη ρηχά ή στα βαθιά, και ούτε το Αιγαίο ούτε η Βόρεια Θάλασσα ανθούν με τα πτώματά μας.
Τι θέλω να πω; Η κάθε σύγκριση της «γενιάς της κρίσης» με τα μεταναστευτικά κύματα του 19ου και 20ου αιώνα με γεμίζει μεγάλες αμφιβολίες, είτε προέρχεται από τον υπάλληλο σε κάποιο ελληνικό εστιατόριο του εξωτερικού είτε από έναν Έλληνα διευθυντή σε μεγάλο ευρωπαϊκό οργανισμό. Κακά τα ψέματα, η σύγκριση του σύγχρονου ελληνικού braindrain (ή φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου) με τον ξενιτεμό του ‘50 και του ‘60 υποτιμά τον πόνο και τα βάσανα των ανθρώπων αυτών: από τα εργοστάσια της Γερμανίας μέχρι τα ορυχεία του Βελγίου και από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου της Τασμανίας μέχρι τα ατμόπλοια που μετέφεραν τις νύφες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να μοιραστούν το υπόλοιπο της ζωής τους με έναν άγνωστο, ποιές εμπειρίες μοιράζεται η γενιά μου με αυτούς τους ανθρώπους; Όπως λέει και ο Σεφέρης, «δεν ξέρουμε τίποτε, δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς, δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν».
Αυτοί οι άνθρωποι κράτησαν την Ελλάδα ολοζώντανη μέσα τους, δεν «ελληνοξέχασαν» στο Σικάγο μέσα, που λέει και το τραγούδι. Παρακολούθησα πρόσφατα μια τηλεοπτική συνέντευξη του αστροφυσικού Γιώργου Γραμματικάκη, όπου έλεγε: «Έχει όμως σημασία να σου πω πως εγώ αγάπησα την κρητική μουσική[…]… Κάποια στιγμή […], καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται στο υπερπέραν, ο πατέρας μου, κι ενώ σπούδαζα μεταπτυχιακά στο Λονδίνο, μες στην τεχνολογία, μες στην πρόοδο της επιστήμης, μου έστειλε κάτι μικρά δισκάκια 45 στροφών με κρητική μουσική: ριζίτικα, μαντινάδες, ό,τι καλό υπήρχε εκείνη την εποχή, Νίκο Ξυλούρη… Εγώ λοιπόν στο Λονδίνο έμαθα την κρητική μουσική, εκεί την αγάπησα… Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο ότι ο Καζαντζάκης ο Κρητικός γράφει τα σπουδαιότερα βιβλία του στο εξωτερικό, στην Αντίμπ. Για να μην πω και τον Ανδρέα Κάλβο και το Διονύσιο Σολωμό. Η Ελλάδα μέσα μας πικραίνει. Εξω όμως την ανακαλύπτουμε πολύ πιο εύκολα».
«Έξω όμως την ανακαλύπτουμε πολύ πιο εύκολα». Το πιστεύω. Γιατί όμως; Ίσως η απόστασή μας από τις απλές και καθημερινές ταλαιπωρίες, τις γραφειοκρατίες και τις ουρές μας σπρώχνει να τα βλέπουμε όλα πιο θεωρητικά. Ίσως η απουσία των προβλημάτων της ελληνικής καθημερινότητας να βάζει τα δεδομένα σε μια νέα προοπτική, ίσως εξιδανικευμένη, ίσως όμως και πιο ουσιαστική. Είναι πολύ πιο εύκολο να εκτιμήσεις τι έχει να προσφέρει η χώρα σου όταν το στερείσαι. Αισθάνεσαι αδικία και θυμό για όλους αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι εσύ έφυγες πάνω σε ένα μαγικό χαλί που σε προσγείωσε «στις Ευρώπες» πάνω σε μια λεωφόρο στρωμένη από ροδοπέταλα και οι θέσεις εργασίας φύτρωναν σαν λωτοί κάτω από τα πόδια σου, σαν να ήσουν ο Μικρός Βούδας. Αισθάνεσαι ακατάληπτη την αδυναμία αυτών που άφησες πίσω να εκτιμήσουν απλά, καθημερινά πράγματα όπως ο ήλιος, η θάλασσα, το καλό φάγητο. Να θεωρούν δεδομένο ότι έχουν κοντά τους γονείς τους, τα αδέρφια τους, τους φίλους, τους συγγενείς τους. Όπως λέει και ο Σεφέρης «Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά». Σου λείπουν όλα αυτά.
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»… Μας πληγώνει η αδικία που μας έσπρωξε στο φεύγα ή η απουσία αυτών που μας λείπουν; Ή μήπως πάλι μας πληγώνουμε και οι Έλληνες, που κουβαλάμε τα καλά αλλά και τα κουσούρια μας στα πέρατα της Γης; Πολλοί είναι που απεχθάνονται τη χώρα όπου αυτοί διάλεξαν να διαμένουν. Αισθάνονται εξόριστοι και αρνούνται όχι απλά να προσπαθήσουν να ενσωματωθούν αλλά και να αποκομίσουν κάτι θετικό από αυτά που έχει να προσφέρει η κάθε χώρα. Αντιθέτως με το τι μπορεί να πιστεύει η ελληνική κοινή γνώμη, δεν έφυγαν όλοι από την Ελλάδα αναγκαστικά, λόγω κρίσης, σε μια εκούσια εξορία. Δεν κάνουν όλοι οι Έλληνες παρέα μεταξύ τους στο εξωτερικό, καθισμένοι κάθε Κυριακή γύρω από ένα τραπέζι ελληνικού εστιατορίου σε μια συννεφιασμένη πόλη του Βορρά, ακούγοντας Καζαντζίδη και αναπολώντας ιδεοληπτικά τζατζίκια, φραπέδες και ταραμοσαλάτες. Ναι, υπάρχει ζωή εκεί έξω. Το ζητούμενο είναι να εκμεταλλευτείς τα «λεμόνια» που σου δίνει η ζωή, όπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξωνες, ή οποιαδήποτε άλλα φρούτα βρεθούν στο δρόμο σου, και να φτιάξεις από λεμονάδα και λιμοντσέλο μέχρι τεκίλα. Και αφού τα γευτείς όλα, μετά να αποφασίσεις τι τραβάει η ψυχή σου… Τα έχουν πει άλλοι πολύ καλύτερα:
«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους».
Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, έχω ακούσει πολλές βαριές, βαρύγδουπες κουβέντες απελπισίας, άλλες δικαιολογημένες και άλλες μη. Το ερώτημα όμως είναι ένα: Είτε αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι σε μια αδιέξοδη ελληνική πραγματικότητα, είτε εξόριστοι σε έναν ξένο τόπο, αξίζει να χάνουμε την πίστη μας στα όνειρα; Ότι θα βρούμε επιτέλους τη δουλειά που ονειρευόμαστε, ότι θα γυρίσουμε κάποτε στην Ελλάδα δαφνοφόροι, ότι θα βρούμε επιτέλους την Ιθάκη μας; Πρόσφατα διάβαζα σε μια από τις αγαπημένες μου στήλες: «Οι άνθρωποι έκαναν όνειρα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στο κυνήγι των μαγισσών, ξεβρασμένοι σε άγνωστα μέρη. […] Οι άνθρωποι συνεχίζουν να κάνουν όνειρα και την ώρα που τους βομβαρδίζουν […] σε πολλά σημεία της γης, τώρα που διαβάζεις αυτές τις φράσεις. Κορίτσια και γυναίκες ονειρεύονται μόρφωση, ανεξαρτησία, μια δική τους ζωή, σε χώρες που κινδυνεύουν να θανατωθούν μόνο για τις σκέψεις τους. Παιδιά σε απομονωμένα χωριά από τον πολιτισμό με φτωχούς και αμόρφωτους γονείς ονειρεύονται να γίνουν γιατροί και αστροναύτες. […] Όμως οι καταστροφές και οι κρίσεις είναι η καθημερινότητα της ανθρωπότητας, η τελευταία μεγάλη κρίση της Ελλάδας ήταν τόσο πρόσφατη που οι γονείς μας την έχουν ζήσει – για την ακρίβεια, οι γονείς μας έχουν ζήσει πάνω από μια κρίση στην Ελλάδα! Αν “αξίζει” να ονειρευτείς; Περιμένεις να στρώσουν τα πράγματα για να ονειρευτείς; Αν στρώσουν τα πράγματα, τι όνειρα θα μείνουν για να κάνεις;».
Πολλοί ρωτάνε, μέσα ή έξω; Να μείνω, να φύγω, να το προσπαθήσω; Την απάντηση τη βρήκε το τραγούδι: «Εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά». Ο άνθρωπος είναι ο ίδιος παντού, μάχεται τέρατα, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, αγαπάει κι ονειρεύεται. Αυτή είναι η δύναμή του. Εύχομαι σε όλους μας να εκμηδενίσουμε τις αποστάσεις με τη δύναμη της ψυχής μας.