Από δέκα χρονών είμαι τρελός με το μπάσκετ. Από τότε που οι ελληνικές ομάδες δεν λέγανε “θα πάρουμε ξένο”, λέγανε “θα πάρουμε μαύρο”. Από τότε που όλος ο μοδάτος κόσμος ψώνιζε στο “KK sport”. Από τότε που η Στηβάρα πάσχιζε ακόμη να μάθει ελληνικά. Από τότε που ο Ραμπίδης κάρφωνε στα μούτρα του Στεργάκου. Από τότε που ο Ντέιβιντ Καλιγκάρις έδινε σακούλες στους αντιπάλους του και στη Σαλονίκη δόξαζαν τον Χάρη κι όχι τον Γκάλη.
Και ΝΒΑ λατρεύαμε φυσικά, ό,τι έπεφτε στα χέρια μας, γιατί τότε δεν είχε nba.com να βλέπεις τα στιγμιότυπα κάθε αγωνιστικής ημέρας πρωί πρωί. Αγώνα κάναμε μπας και μπανίσουμε κανά κάρφωμα του δόκτωρος J ή καμιά ραβέρσα του Jabbar. Και ρωτάγαμε όλο αγωνία στα περίπτερα πότε θα έφτανε το επόμενο τεύχος του Βasketball Digest. Της βίβλου των εφηβικών μας φαντασιώσεων, όπου διαβάζαμε για όλες τις μεγάλες μούρες του διαπλανητικού πρωταθλήματος.
Εκεί πρωτοδιάβασα για τον Sydney Moncrief. Αυτή τη μορφή των Milwaukee Bucks, τον γκαρντ ύψους ενός μέτρου και ενενηντατεσσάρων εκατοστών που έκανε καριέρα μεγάλη. Και στην επίθεση και στο μοίρασμα ασίστ, αλλά κυρίως ως αμυντικός, καθώς κέρδισε τα δύο πρώτα βραβεία Defensive Player of the Year, το 1983 και το 1984. Σε ηλικία 26 και 27 ετών αντιστοίχως, μιας και είχε γεννηθεί το 1957. Και μπήκε και τέσσερεις φορές στο All Defensive Τeam. Για να καταλάβετε τι μπάσκετ έπαιζε, είχε πει γι’ αυτόν ο μέγιστος Michael Jordan: “Άμα αγωνίζεσαι κόντρα στον Sydney Moncrief, σε περιμένει φουλ πίεση σε όλο το γήπεδο. Θα σε κυνηγήσει παντού, από τη μια άκρη του γηπέδου ως την άλλη”.
Σας θυμίζει κάποιον; Μάλιστα κυρίες και κύριοι και μικρά παιδιά, ίδιος ο Δημήτρης Διαμαντίδης είναι. Στο τρόπο παιχνιδιού του, στη σκέψη του, στις αντιδράσεις του, στη σκυλίσια επιμονή του, ακόμη και στο ύψος του. Και στον τρόπο που τελείωσε η καριέρα του, δυστυχώς. Ο Moncrief βλέπετε ανήκε σε εκείνη την κατηγορία των high energy players, που απλώς κάποια στιγμή εξαντλούνται οι μπαταρίες τους. Τελειώνουν, εξατμίζονται και βγάζουν tilt πιο πριν από των υπολοίπων, ακριβώς γιατί δίνουν τόσα πολλά μέσα στο γήπεδο. Πάρα πολλά, άνευ οικονομίας…
Ο Moncrief άρχισε να χάνει τα πατήματά του εκεί γύρω στα εικοσιεννιά. Κάνα-δύο χρόνια αργότερα, έχανε πλέον λάδια και στα 33 του ήταν σκιά του εαυτού του. Ολοκλήρωσε την ενδεκαετή παρουσία του στους Bucks, έκατσε ένα χρόνο εκτός γηπέδων, δοκίμασε να ξαναπαίξει με τους Atlanta Ηawks, δεν τα κατάφερε, αντίο NBA. Κι αναρωτιέμαι τώρα εγώ, μήπως αυτό το “αντίο” ήρθε η ώρα να το πει και ο Διαμαντίδης και μήπως δεν έχει νόημα να εξαντλήσει το συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό, που τελειώνει το 2015.
Το σκεφτόμουν αυτό χθες βράδυ, βλέποντας τον αγώνα στο ΣΕΦ. Να έχει πάει η φάση στο τελευταίο πεντάλεπτο, να προηγείται ο ΠΑΟ εφτά πόντους (μπορεί και οκτώ, συγχωρέστε με αν έχασα τον λογαριασμό), να έχει κρατήσει πολύ έξυπνα ο Αλβέρτης τον Διαμαντίδη έξω αρκετή ώρα για να μην κουραστεί και να τον βάζει μέσα για να του συντηρήσει τη διαφορά και να του πάρει το παιχνίδι. Και να μπαίνει αυτός, να κάνει απανωτά τα λάθη και τις χαζομάρες και να δίνει στο πιάτο το ματσάκι στον Ολυμπιακό. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που ανέμεναν ο προπονητής του και οι “πράσινοι” φίλαθλοι…
Βεβαίως το παιχνίδι δεν είχε καμιά ουσιαστική σημασία, βεβαίως κρίθηκε από τρία απονενοημένα τρίποντα του Σλούκα κι ένα παλαβό σουτ του Σπανούλη, βεβαίως τί σημασία έχει να διαλέξει κανείς ανάμεσα στην ΤΣΣΚΑ και στη Ρεάλ (αν κι εγώ επιμένω ότι η ΤΣΣΚΑ άνευ Τεόντοσιτς είναι πιο επικίνδυνη), βεβαίως, βεβαίως, βεβαίως. Το θέμα ωστόσο είναι αλλού: ο Διαμαντίδης που όλοι αγαπήσαμε και θαυμάσαμε, δεν μένει πια εδώ. Ο Σούπερμαν όλης της περασμένης δεκαετίας προσγειώθηκε στη Γη κι έγινε κοινός θνητός. Ηρθε άραγε η ώρα να το παραδεχθεί κι ο ίδιος και να πάρει τις αποφάσεις του;