Το 1963 ήταν μια σημαντική χρονιά (αν όχι η πιο σημαντική) τόσο για τον ίδιο, όσο και για την ελληνική ποίηση. Ήταν η χρονιά που η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Αλλά ο Σεφέρης δεν ήταν μόνο ένας ποιητής. Ήταν λογοτέχνης, μεταφραστής, διπλωμάτης, ένας πραγματικά μεγάλος λόγιος, που με τα έργα του, αλλά και με τη στάση ζωής του, έκανε τον πολιτισμό ακόμα πιο λαμπερό. Και μια τέτοια προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να μείνει απαθής απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Το ημερολόγιο έγραφε 28 Μαρτίου 1969, όταν ο Γιώργος Σεφέρης «έσπασε» τη σιωπή του – μια σιωπή που είχε ξεκινήσει στις 21 Απριλίου 1967, όταν είχε αποφασίσει να μην δημοσιεύσει νέα έργα σε εφημερίδες και περιοδικά της χώρας μετά την επιβολή της χούντας. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, μέσω της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε τη χώρα. Και η δήλωσή του μένει στην ιστορία.
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα· εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου – δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία – έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τί θα έλεγα:
Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ὁ κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μία κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πώς τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι᾿ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πώς στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει ἡ ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».