Ένα από τα πράγματα που μου έμαθε η ζωή είναι ότι δεν πρέπει να έρχεσαι πολύ κοντά με τα είδωλά σου. Κι αν ισχύει μια φορά αυτό στην πολιτική ή στην επιστήμη, ισχύει εκατό φορές στον χώρο της τέχνης. Διότι εκεί είναι που κινδυνεύεις να χάσεις πάσα ιδέα. Ισχύει εκατό τοις εκατό, άντε 99% για να μη χάνουμε και το μέτρο. Έλα όμως που μερικές φορές σε παρασύρει ο ενθουσιασμός και ξεχνάς τις συμβουλές. Κάπως έτσι την πάτησα κι εγώ με τους Violent Femmes…

Με τον Gordon Gano για την ακρίβεια, τον τραγουδιστή και leader τους. Συνέβη πριν από δεκατόσα χρόνια, όταν οι Πυξ Λαξ ετοίμαζαν το δίσκο τους «Χαρούμενοι στην πόλη των τρελών» και είχαν αποφασίσει να συνεργαστούν με μια σειρά από σοβαρά ονόματα της ξένης μουσικής σκηνής. Mark Almond, Steve Wynn, Eric Burdon και Gordon Gano βεβαίως. Το τελικό αποτέλεσμα δεν θα το κρίνω, δεν είναι δουλειά μου άλλωστε, αλλά δεν μπορώ να μην πω δυο λόγια για την εμπειρία μου από την γνωριμία με τον Gano.

Δεν θυμάμαι γιατί επισκέφθηκα τις πρόβες τους. Εκείνο τον καιρό δεν έγραφα πλέον για νότες στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, με είχε «κόψει» ένα καλό παιδί για να κάνει ανενόχλητο τα παιχνιδάκια του. Μπορεί να πήγα για το Έψιλον, μπορεί για καμιά φριλάντζα, συγχωρείστε μου το μπλακάουτ, αλλά είχε δίκιο η παροιμία. Δεν έρχεται μόνο το γαμημένο, φέρνει μαζί του ένα σωρό συμπράγκαλα. Πήγα πάντως στο στούντιο και περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η πρόβα.

Και βγήκε ο Gano! Κοντός, χαρωπός και φρουτώδης, όπως μόνο τα Αμερικανάκια από το midwest μπορούν να είναι. Τον είδα κι όρμησα αμέσως να του μιλήσω. Οι Violent Femmes, βλέπετε, μου σώσανε τη ζωή εκεί στην αρχή της δεκαετίας του ογδόντα. Άκουγα τις κασέτες με τα τραγούδια τους στη Θεσσαλονίκη, παρέα, με Μαρία, Αλέξη, Περικλή, Μιχάλη και Αθηνά και έπαιρνα βαθιές αναπνοές. Ναι, η μουσική δεν είχε ψοφήσει με το τέλος του πανκ, ναι, υπήρχε φως στο βάθος του τούνελ, ναι, έβγαιναν ακόμη τραγούδια που μπορούσαν να με κάνουν να λιώσω στα πατώματα και να κλαίω. Όπως το είχε πει ο Δούκας…

Δυο τραγούδια τουλάχιστον, που θα συμπεριλαμβάνονται παντοτινά στα είκοσι καλύτερα του rock ‘n’ roll. Το «Add It Up» και το «Kiss Off», και όταν δεν έχουν οι Grateful Dead τραγούδι στην εικοσάδα, καταλαβαίνουμε για τι άθλο πρόκειται. Ο πρώτος δίσκος των Violent Femmes ήταν σαν να είχε έρθει από το διάστημα. Δυστυχώς, από εκεί έμοιαζε να είχε αφιχθεί και ο Gordon Gano όταν τον συνάντησα.

Προσπάθησα, σας το ορκίζομαι. Προσπάθησα να του μιλήσω για τη νεανική οργή, για την τρέλα της αποξένωσης, για την μείξη πανκ και country, για την Αμερική του Μπους και τους πολέμους της. Έδειχνε να μην καταλαβαίνει όσα του έλεγα και, ακόμη χειρότερα, έδειχνε να μην τον νοιάζει να καταλάβει. Και σας διαβεβαιώνω ότι δεν μύριζε περίεργα το στούντιο, μπορεί να είμαι λίγο στόκος, αλλά αυτό θα το είχα πάρει χαμπάρι. Το μόνο που έκανε ο Gano ήταν να μπεμπεκίζει δεξιά κι αριστερά και να παριστάνει τη μασκότ του στούντιο.

Ω συγγνώμη, είχε και ένα άλλο ενδιαφέρον. Τα βρακιά Palco! Εννιά στις δέκα κουβέντες του, αφορούσαν τη συγκεκριμένη μάρκα εσωρούχων και το πως βολεύτηκε επιτέλους για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του. Και δώσε Palco και πάρε Palco, τόσο πολύ την εξεθείαζε που είμαι απολύτως σίγουρος ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την γκαντεμιά των εργατών της. Η εταιρεία, αν θυμάστε, έκλεισε εν μία νυκτί το εργοστάσιο της στην Ελλάδα και μετέφερε τις εργασίες της σε άλλη χώρα με χαμηλότερους μισθούς. Πενήντα άτομα στην ανεργία. Αλλά τότε ζούσαμε ακόμη με την προσμονή των Ολυμπιακών αγώνων.

Να μην τα πολυλογώ, ο Gano μου μαύρισε την ψυχή. Εγώ περίμενα να ακούσω έναν διανοούμενο, έναν παλαβό έστω, έναν εκκεντρικό δε γαμιέται. Κι αντ’ αυτών, μου προέκυψε το Μίκυ Μάους της ροκ κουλτούρας. Εμπρός στην προοπτική να μου πέσει όλο το μαλλί, μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έκοψα λάσπη. Κι έκτοτε προσπαθώ να τον ξεχάσω αυτόν τον αστείο τύπο. Ιδίως την ώρα που ακούω το «Add Ιt Up» και το «Kiss Off».