Άκουγα πριν από κάτι μέρες τις εκπομπές του Pepper, από την έκθεση του Rethink κάτω στο κέντρο. Άκουγα μέσα στο αυτοκίνητο τη Ματούλα, το Νίκο, το Γιώργο, που πολύ τους αγαπώ και εκτιμώ και τους έχω διαρκή αδυναμία. Αλλά πριν από κάτι μέρες, κόντεψαν να βγουν όλοι οι καπνοί της Αττικής απ’ τ’ αυτιά μου. Κι αυτό γιατί όλο τους το μπλα-μπλα, όλη τους η ενέργεια, όλο τους το είναι τέλος πάντων επικεντρώνονταν στην πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου. Με μόνιμη επωδό τη φράση «κάτσε να δεις τι ωραία που θα γίνει όταν πεζοδρομηθεί και θα ερχόμαστε εδώ και θα περνάμε υπέροχα!». Και δώσε καπνούς…
«Γιατί παρακαλώ κύριε Ξανθάκη;», θα ρωτήσει από το βάθος του λεωφορείου εκείνος ακριβώς ο συμμαθητής που έτρωγε σούπα κάθε φορά που ανέβαινε στο ποδήλατό του. «Γιατί, εμείς οι κάτοικοι του Δακτυλίου δεν έχουμε ανάγκη από τουρίστες του Σαββατοκύριακου», θα απαντήσω. Τους κυρίους και τις κυρίες και τις δεσποινίδες, που μένουν στα Νότια και στα Βόρεια και στα Ανατολικά και στα Δυτικά προάστια, και ονειρεύονται ότι θα σκάνε μύτη το weekend στην Πανεπιστημίου την πεζοδρομημένη για ποδήλατο, για πατίνι, για χάπενινγκ (για χάπενινγκς, με συγχωρείτε), για περίπατο, για μαλλί της γριάς, για λουκουμάδες, για γλειφιτζούρια και κάθε είδους παπαζωτό μη μακρηγορούμε.
Sorry και πάλι, αλλά πιο σίγουρη συνταγή για να ψοφήσει το κέντρο της Αθήνας δεν υπάρχει. Όλη την εβδομάδα ερημιά και πρέζα, την Παρασκευή το απόγευμα ένα γρήγορο σκούπισμα και το ΣουΚού φουλ τα τουριστάκια για διασκέδαση και χαρά. Ναι, ναι, ερημιά και πρέζα και εγκληματικότητα, διότι το πράγμα αυτό δεν φυλάσσεται. Δεν είναι δυνατόν να φυλαχθεί, όλη τη δύναμη της αστυνομίας θέλει για να μπει σε δρόμο. Και μη μου αρχίσετε τώρα με τη Ζυρίχη, πρώτον διότι είναι τοσοδούλα σε σχέση με το τέρας της Αθήνας και δεύτερον γιατί στον κεντρικό της τον πεζόδρομο, την Μπάνχοφστράσε, έχω κάτσει κι έχω φάει Λουξεμπούργκερλι. Πιο καλά φυλασσόμενη οδός δεν υπάρχει σε όλη την υφήλιο, μιας και από κάτω είναι όλα τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών με τις ράβδους χρυσού μέσα. Μάλλον δεν είναι το ίδιο πράγμα…
Και τώρα ακούω από μακριά τη φιλενάδα εκείνη που διαμαρτύρεται σε όλους τους τόνους, δηλώνοντας ότι κάτι πρέπει να γίνει και δεν μπορούμε να καθόμαστε στ’ αυγά μας δίχως να κάνουμε τίποτα. Αφού λοιπόν της επισημάνω ότι με αυτή τη λογική φτιάχτηκαν οι πιο άσχημες πλατείες του Βορείου ημισφαιρίου, η πλατεία Ομονοίας και η πλατεία Κολωνακίου, θα σημειώσω το εξής: την τελευταία πενταετία το οδόστρωμα στην Αθήνα χειροτερεύει διαρκώς. Γούβες, λακκούβες, νεροφαγώματα, σαμαράκια, έως και μικροί και μεσαίοι κρατήρες, έχουν ξεφυτρώσει παντού. Πας με το αμαξάκι σου και αναρωτιέσαι πότε θα παραδώσει πνεύμα η ανάρτηση, πότε θα λυγίσει η ζάντα, πότε θα τη φάει στο σταυρί το λάστιχο και θα κλατάρει. Αντί λοιπόν να μιμούμεθα τους Φαραώ και να στέλνουμε λεφτά σε έργα βιτρίνας, καλύτερα, πολύ καλύτερα θα ήταν να στρώναμε ολίγη πίσσα στους ταλαίπωρους δρόμους του λεκανοπεδίου.
Μπορεί να στενοχωρηθούν οι τουρίστες του Σαββατοκύριακου, οι υπόλοιποι όμως θα αναπνεύσουν ανακουφισμένοι.