Τρεις νέες μορφές πολιτικής έχουν αναδειχθεί, ανταποκρινόμενες στις τάσεις και τις υποκειμενικότητες του ύστερου καπιταλισμού. Πρώτον, οι αναλώσιμοι, οι περιττοί άνθρωποι, οι homines sacri του κόσμου μας (οι άνθρωποι που θυσιάζονται). Αυτοί είναι οι παράνομοι ή χωρίς χαρτιά μετανάστες, εκείνοι για τους οποίους η Μεσόγειος έχει γίνει ένα πλωτό νεκροταφείο. Σε αυτή την περίπτωση, η υποκειμενικότητα της αντίστασης παίρνει συχνά τη μορφή του μάρτυρα – της μαρτυρίας και της θυσίας – και συχνά της εξόδου- τέλους.

Δεύτερον, οι βιοπολιτικά αποκλεισμένοι: οι άνεργοι και όσοι δεν μπορούν να εργασθούν, νέοι και γέροι, άνθρωποι που υπάρχουν κοινωνικά αλλά είναι αόρατοι για το πολιτικό σύστημα. Εδώ, η αντίσταση παίρνει τη μορφή της εξέγερσης, ενίοτε μέσω γενικευμένων ταραχών. Η υποκειμενικότητα λαμβάνει τη μορφή της βίαιης συμπεριφοράς. Αυτό που ζητούν δεν είναι αυτό ή εκείνο το δικαίωμα, όσο το «δικαίωμα να έχουν δικαιώματα», να θεωρούνται μέρος του κοινωνικού συμβολαίου.

Τέλος, η στέρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σε αυτή την περίπτωση, η κυρίαρχη μορφή είναι η κατάληψη πλατειών και άλλων δημόσιων χώρων από πλήθη ανδρών και γυναικών όλων των ιδεολογιών, ηλικιών, επαγγελμάτων ή πολλών ανέργων. Η άυλη παραγωγή προωθεί τη δικτύωση αλλά όχι την πολιτική συν- λειτουργία, την επικοινωνία αλλά όχι τις ιδεολογικές ταυτότητες , τη συνεργασία που στηρίζεται στον ατομισμό και την ιδιοτέλεια. Οι κατειλημμένες πλατείες είναι η περιοχή όπου οι αποστάτες έβαλαν σε πολιτική χρήση τις ικανότητες τους για δικτύωση και συνεργασία, στις οποίες έχουμε εκπαιδευτεί για το χώρο εργασίας. Στους νέους είχε δημιουργηθεί η προσδοκία επί 30 έτη ότι θα πάρουν μια καλή ζωή, εφόσον σπουδάσουν, πάρουν πτυχία, συνεχίσουν να κατακτούν νέες ικανότητες. Πάνω από το 60% της ευρωπαϊκής νεολαίας έχει μετά- δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τις ίδιες ακριβώς δεξιότητες με τους εξουσιαστές της. Είναι πλέον εκείνοι το πρεκαριάτο. Χίλιοι άνεργοι δικηγόροι, μηχανικοί και γιατροί είναι πιο επαναστατικοί από ότι χίλιοι άνεργοι εργάτες. Αυτοί είναι οι αγανακτισμένοι της πλατείας Tahrir, Puerta del Sol, Συντάγματος και Taksim.

Δουλεμένες ομάδες εργασίας παρέχουν βασικές υπηρεσίες στις πλατείες υπό κατάληψη. Στην Αθήνα για παράδειγμα, τρόφιμα, υπηρεσίες υγείας, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, παρουσία σε μέσα επικοινωνίας παρέχονταν από επαγγελματίες, πολλοί εκ των οποίων με υψηλό βαθμό κατάρτισης αλλά μακροχρόνια άνεργοι. Οι καθημερινές και θεματικές συνελεύσεις, καθώς και οι ομάδες εργασίας, οργανώθηκαν μόνες τους υπό το αυστηρό αξίωμα της ισότητας. Οποιοσδήποτε βρίσκεται στην πλατεία, ο κάθε ένας όποιος και αν είναι, δικαιούται ένα ίσο μερίδιο χρόνου για να εκθέσει τις απόψεις του. Στις θέσεις του άνεργου και του καθηγητή πανεπιστημίου διατίθεται ίσος χρόνος, συζητώνται με το ίδιο σθένος και τίθενται σε ψηφοφορία για να υιοθετηθούν. Εδώ το δικαίωμα στην αντίσταση ενώνεται με το δικαίωμα στην ισότητα, το δεύτερο μεγαλειώδες επαναστατικό δικαίωμα, και το αλλάζει από μία φόρμα υπό προϋποθέσεις σε ένα άνευ όρων αξίωμα: οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι. Ο καθένας προσμετρείται ως ένας, σε όλες τις σχετικές ομάδες.

Οι κατειλημμένες πλατείες δημιουργούν μια συντεταγμένη αντί- εξουσία, που διαρρηγνύει τον κοινωνικό χώρο μεταξύ του «εμείς» και «αυτοί». Η άμεση δημοκρατία των πλατειών παρωδεί τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, προσφέροντας με αποτελεσματικότητα υπηρεσίες που έχουν ιδιωτικοποιηθεί, ενώ προαναγγέλλει μια νέα θεσμική και συνταγματική αρχιτεκτονική.

Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω με επτά θέσεις για την ανάλυση της αντίστασης:

1. Η αντίσταση είναι νόμος της ύπαρξης. Είναι εσωτερική για το αντικείμενο της. Από τη στιγμή που η ύπαρξη παίρνει μορφή, ή μια ασυμμετρία εξουσιών εγκαθιδρύεται, συναντά αντιστάσεις που αμετάκλητα θα την αλλάξουν και θα την σπάσουν.

2. Η αντίσταση έχει πάντα τοπικό προσδιορισμό. Οι αντιστάσεις είναι τοπικές και πολλαπλές: αναδύονται συγκεκριμένα, υπό ακριβείς συνθήκες, απαντώντας σε μία κατάσταση, τάξη πραγμάτων ή γεγονός.

3. Η αντίσταση είναι ένα μείγμα αντίδρασης και δράσης, άρνησης και επιβεβαίωσης. Η αντιδραστική αντίσταση διατηρεί και επαναφέρει την τάξη πραγμάτων σε προηγούμενη θέση. Η ενεργητική δανείζεται, μιμείται και ανατρέπει τα όπλα του αντιπάλου με στόχο να θέσει νέους κανόνες, νέους θεσμούς, νέα τάξη.

4. Η αντίσταση είναι μια διαδικασία ή εμπειρία υποκειμενικοποίησης, ανάληψης ταυτότητας υποκειμένου. Γινόμαστε νέα υποκείμενα, αναδεικνύεται «ο άγνωστος μέσα μου» όταν βιώνουμε μια ρήξη ταυτότητας. Επειδή η συγκεκριμένη μου υπόσταση έχει αποτύχει, επειδή η ταυτότητα μου έχει διαρραγεί και δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, περνάω από την καθημερινή μου ταυτότητα ρουτίνας στην οικουμενικότητα της αντίστασης. Η υποκειμενικοποίηση εμπεριέχει κίνδυνο και επιμονή: η αντίσταση είναι το θάρρος της ελευθερίας.

5. Η αντίσταση είναι κατ’ αρχήν ένα γεγονός, όχι υποχρέωση. Δεν είναι η ιδέα ή η θεωρία της δικαιοσύνης και του κομμουνισμού που οδηγεί στην αντίσταση, αλλά το αίσθημα αδικίας, η αντίδραση του σώματος στον πόνο, την πείνα, την απελπισία. Η ιδέα της δικαιοσύνης και της ισότητας διατηρούνται ή χάνονται ως αποτέλεσμα της ύπαρξης και της έκτασης της αντίστασης, όχι αντίστροφα.

6. Η αντίσταση γίνεται πολιτική και ίσως πετύχει στην ριζοσπαστική αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων, εφόσον γίνει συλλογική και συμπυκνώσει, προσωρινά ή μόνιμα, μια σειρά από αιτίες, ένα πλήθος αγώνων, τοπικών και περιφερειακών διαμαρτυριών, και τα φέρει σε κοινό κεντρικό τόπο και χρόνο.

Η επιμονή, η κατασκήνωση σε ένα δημόσιο χώρο και η κατάληψη του, μετατρέποντας τον σε αγορά (με την αρχαιοελληνική πολιτική σημασία) ή σε φόρουμ μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία των δημογραφικών στην αντιπαράθεση με τις ελίτ. Σε αυτό το (απρόβλεπτο) σημείο, η αντίσταση μπορεί να γίνει ηγεμονική δύναμη. Αυτό έχει συμβεί σε λίγα σημεία κατά τα τελευταία χρόνια. Η πιθανή προδοσία της επανάστασης αργότερα δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους έμαθαν ότι μπορούν να ανατρέψουν τους δυνατότερους εξουσιαστές.

7. Ενώ η αντίσταση είναι ένα γεγονός και όχι υποχρέωση, το υποκείμενο της αντίστασης αναδύεται μέσα από την άσκηση του δικαιώματος στην αντίσταση, το παλαιότερο, στην πραγματικότητα, το μόνο φυσικό δικαίωμα. Το δικαίωμα έχει δύο μεταφυσικές πηγές. Ως αναγνωρισμένη βούληση, το δικαίωμα αποδέχεται την τάξη πραγμάτων και ντύνει το συγκεκριμένο κυρίαρχο τον μανδύα του καθολικού. Αλλά ως βούληση που επιθυμεί αυτό που δεν υπάρχει, το δικαίωμα αντλεί τη δύναμή του στο ίδιο και προβάλλει την επίδραση του σε ένα ανοιχτό κοσμικό περιβάλλον που δεν μπορεί πλήρως να προσδιοριστεί από (οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική) δύναμη. Η αντιστεκόμενη βούληση διαμορφώνει μια αγωνιστική καθολικότητα που δημιουργείται από μια διαγώνια διαίρεση του κοινωνικού κόσμου, η οποία χωρίζει τους εξουσιαστές από τους εξουσιαζόμενους και τους αποκλεισμένους.

Πίσω στη σελίδα 2

Επιμέλεια: Σοφία Μανδηλαρά

Φωτογραφίες: FosPhotos