Είναι επίσης αλήθεια ότι η τεκτονική πτώση του τείχους του Βερολίνου έπληξε τους δυτικούς σοσιαλιστές περισσότερο από τους παλαιούς σταλινικούς. Χρησιμοποιώντας όρους του Φρόιντ, το αναγκαίο και απελευθερωτικό πένθος για το αντικείμενο αγάπης της επανάστασης έχει μετατραπεί σε μόνιμη μελαγχολία. Στο πένθος, η λίμπιντο αποχωρεί τελικά από το χαμένο αντικείμενο και επανατοποθετείται σε κάποιο άλλο. Στη μελαγχολία, «αποσύρεται μέσα στο εγώ». Η απόσυρση αυτή λειτουργεί για να «δημιουργήσει μια ταύτιση του εγώ με το απολεσθέν αντικείμενο».

Ο Walter Benjamin έχει ονομάσει αυτή την «αριστερή μελαγχολία»: η συμπεριφορά του στρατευμένου που είναι δεμένος περισσότερο με μια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση ή ιδανικό – και στην αποτυχία αυτού του ιδανικού – από ότι στην αξιοποίηση δυνατοτήτων για ριζική αλλαγή στο παρόν. Ο Benjamin καλεί την αριστερά να αδράξει την «ώρα του τώρα», ενώ για τον μελαγχολικό, η ιστορία είναι «κενός χρόνος» επανάληψης. Μέρος της αριστεράς είναι ναρκισσιστικά προσκολλημένο στο χαμένο του αντικείμενο χωρίς καμία φανερή επιθυμία να το εγκαταλείψει. Η αριστερή μελαγχολία οδηγεί αδυσώπητα στον φετιχισμό των μικρών διαφορών: σε πολιτικό επίπεδο, αυτό εμφανίζεται στις ατέρμονες συγκρούσεις, διασπάσεις και ύβρεις μεταξύ πρώην συντρόφων. Οι επιθέσεις στο πιο κοντινό, στο απειλητικό δίδυμο είναι πιο βάναυσες από αυτές εναντίον του εχθρού. Θεωρητικά, σύμφωνα με τον Benjamin, η αριστερή μελαγχολία προδίδει τον κόσμο για χάρη της γνώσης. Στο σύγχρονο περιβάλλον μας, έχουμε επιστρέψει σε ένα συγκεκριμένο τύπο μεγάλης θεωρίας, σε συνδυασμό με μια εμμονή για την εξήγηση της ζωής, του σύμπαντος και οτιδήποτε άλλου με την αγωνία της επιρροής. Οι σκιές και τα φαντάσματα της προηγούμενης γενιάς των μεγάλων βαραίνουν του ώμους των πρόσφατων ιεραπόστολων της εγκυκλοπαίδειας.

Ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο η ριζοσπαστική θεωρία δεν έχει κατορθώσει να κατανοήσει πλήρως τις πρόσφατες εξεγέρσεις είναι πιθανόν «η αγωνία για την μεγάλη αφήγηση». Μια προηγούμενη γενιά επαναστατών διανοούμενων όπως ο Jean-Paul Sartre, Bertrand Russell, Edward Thompson και Louis Althusser είχαν στενούς δεσμούς με τα κινήματα της εποχής τους. Οι σύγχρονοι ριζοσπαστικοί φιλόσοφοι βρίσκονται πιο συχνά σε αίθουσες ανάγνωσης παρά σε γωνίες δρόμων.

Η ευρύτερη «ακαδημακοποίηση» της ριζοσπαστικής θεωρίας και η στενή της εγγύτητα με τα πεδία διαθεματικών και πολιτιστικών σπουδών άλλαξαν το χαρακτήρα της. Αυτά τα ακαδημαϊκά πεδία έχουν αναπτυχθεί σαν αποτέλεσμα των πανεπιστημιακών χρηματοδοτικών προτεραιοτήτων. Καλωσορίζουν με χαρά την έκκληση των ριζοσπαστικών φιλοσόφων που συμβάλει στην αξία της διασημότητάς τους. Αλλά αυτή η αποδυνάμωση του συνδέσμου μεταξύ της πρακτικής και της θεωρίας έχει δυσμενείς συνέπειες για την κατασκευή της θεωρίας. Η επιθυμία για μια «ριζοσπαστική θεωρία των πάντων» προκαλούμενη από την «αγωνία για επιρροή» που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη γενιά μεγάλων φιλοσόφων δεν βοηθάει να ξεπεραστούν οι περιορισμοί της άυλης γενικότητας.

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί ευρωπαίοι αριστεριστές με χαρά επευφημούν πολιτικές του Hugo Chavez, Evo Morales και Rafael Correa και τις οποίες ασπάζονται δια πληρεξουσίου, ενώ ταυτοχρόνως είναι έτοιμοι να απορρίψουν ό,τι συμβαίνει στη δική μας πλευρά του πλανήτη ως άσχετο ή παραπλανητικό. Ενδεχομένως νιώθουν καλύτερα να χάσουν ένδοξα, παρά να κερδίσουν έστω με κάποιους συμβιβασμούς.

Οι επαναλαμβανόμενες ήττες δεν βοηθούν τα εκατομμύρια των οποίων οι ζωές έχουν καταστραφεί από το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και την μετά-δημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτό που χρειάζεται η αριστερά δεν είναι ένα νέο μοντέλο κόμματος ή μια σφαιρική λαμπρή θεωρία. Πρέπει να μάθει από τις λαϊκές αντιστάσεις που ξέσπασαν χωρίς ηγέτες, κόμματα, ή κοινή ιδεολογία και να αξιοποιήσει την ενέργεια, τη φαντασία και τα νεωτεριστικά όργανα που δημιουργήθηκαν. Η αριστερά χρειάζεται μερικές επιτυχίες μετά από ένα μεγάλο διάστημα αποτυχιών.

Ίσως η Ελλάδα είναι η καλύτερη ευκαιρία για την ευρωπαϊκή αριστερά. Οι επίμονες και μαχητικές αντιστάσεις βύθισαν δύο κυβερνήσεις λιτότητας και αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ, ο συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι πιθανόν να γίνει η πρώτη εκλεγμένη ριζοσπαστική κυβέρνηση στην Ευρώπη. Η ιστορική ευκαιρία δημιουργήθηκε όχι από το κόμμα ή τη θεωρία αλλά από καθημερινούς ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά και από τα δύο και που υιοθέτησαν αυτό το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σαν όχημα που θα συμπλήρωνε στη βουλή τους αγώνες των δρόμων. Η πολιτική και πνευματική ευθύνη των ριζοσπαστικών διανοούμενων παντού είναι να σταθούν με αλληλεγγύη δίπλα στην αριστερά της Ελλάδας.

Για μια παλαιότερη γενιά ακτιβιστών, η θεωρία είναι ένα όπλο στην πολιτική. Από αυτή την άποψη, έχω υποστηρίξει στο πρόσφατο βιβλίο μου ότι οι μορφές, τα υποκείμενα και οι στρατηγικές της αντίστασης αναδύονται εντός και ενάντια στα κυκλώματα της εξουσίας, αντιδρώντας και αναδιαδιοργανώνοντας τις δράσεις της. Προκειμένου να γίνουν κατανοητοί ο πολλαπλασιασμός και η εντατικοποίηση τους, πρέπει να ξεκινήσουμε με μία εξερεύνηση της παρούσας κατάστασης στην οποία εναντιώνονται, τον καταστροφικό συνδυασμό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της σχεδόν τελικής αποσύνθεσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όλες οι πρόσφατες αντιστάσεις από την Ταχρίρ στο Σύνταγμα, και την Taksim στο Σαράγεβο φαίνεται να απαντούν στο ένα ή το άλλο ή συνήθως και τα δύο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να ξεκινήσει η ανάλυση της εποχής της αντίστασης με την εξέταση ορισμένων κοινών τάσεων. Επιτρέψτε μου να τις συνοψίσω.

Πρώτον, η οικονομική και κοινωνική συγκυρία του άυλου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η λογική του είναι υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων και κατά του κράτους, αποεδαφοποίηση (με την έννοια του κυρίαρχου κράτους). Αλλά παράλληλα, καθώς το κέρδος μετατρέπεται σε ενοίκιο και τόκοι, ο καπιταλισμός απαιτεί αυξημένη ρύθμιση και αστυνόμευση.

Δεύτερον, θα πρέπει να διερευνήσουμε την παγκόσμια βιοπολιτική οργάνωση στις δύο όψεις της: σε μία περίοδο επίπλαστης ανάπτυξης, ατομικού φιλελευθερισμού, ηδονισμού και καταναλωτισμού, προέκυψε η εντολή για υποχρεωτική ευχαρίστηση. Κάθε «επιθυμώ x» μετατράπηκε σε «έχω το δικαίωμα σε x». Όταν αναπόδραστα φτάνει η λιτότητα, η έμφαση μετατοπίζεται στην αντίστροφή πλευρά, τον έλεγχο των πληθυσμών. Η προσωπική ευτυχία και επιλογή, όλη η οργή της προηγούμενης περιόδου, εξαφανίζεται. Το άτομο έχει εγκαταλειφθεί , η υποχρεωτική ευχαρίστηση μετατρέπεται σε απαγόρευση της ευχαρίστησης, προκειμένου να διασωθεί το DNA του έθνους.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις για την πολιτική του δικαίου. Η νομιμότητα χρησιμοποιείται από τις ελίτ προκειμένου να αποτρέψει και να ποινικοποιήσει την ανυπακοή και την αντίσταση. Η προηγούμενη έμφαση στον έλεγχο της ελευθερίας μεταβάλλεται σε μία κατάσταση περιορισμένων εξαιρέσεων, αστυνομικής καταστολής και ευρέων αποκλεισμών.

Η παγκόσμια ανάλυση πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις τοπικές συνθήκες. Η αντίσταση είναι πάντα τοπικά προσδιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί το συγκείμενο της τοπικής ιστορίας, συνθηκών, η χρονική και χωρική ισορροπία δυνάμεων. Η έκρηξη, ο πολλαπλασιασμός και η συμπύκνωση διαφόρων αγώνων και εκστρατειών εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από τον «καιρό», δηλαδή την έγκαιρη στιγμή και συχνά τον τυχαίο καταλύτη, όπως ο θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου στην Αθήνα το 2008, του Mohamed Bouazizi στην Τυνησία το 2010 , ή του Mark Duggan στο Λονδίνο το 2011.
 

Μια αυθόρμητη εξέγερση είναι το σημείο όπου η συμπληρωματικότητα ή η σύζευξη της υποσχόμενης ελευθερίας της καταναλωτικής επιλογής με τον συμπεριφοριστικό έλεγχο και την αστυνομική καταστολή ξετυλίγεται.  Το πρώτο σημείο της σύγκρουσης, είναι συνεπώς η από-υποκειμενοποίηση και η επανα-υποκειμενοποίηση, η απαγκίστρωση των ανθρώπων από τη θέση εκείνων που επιθυμούν και καταναλώνουν μηχανικά στην ανάδυση τους ως υποκείμενα αντίστασης («ο άγνωστος μέσα μου»). Το διακύβευμα στους περισσότερους αγώνες είναι η επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής με την εισαγωγή νέων ενεργών στοιχείων άμεσης δημοκρατίας στους γερασμένους και προβληματικούς συνταγματικούς διακανονισμούς μας. 

Πίσω στη σελίδα 1                                                                 Συνέχεια στη σελίδα 3