Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών με τη μεταφορά ρωσικών στρατευμάτων που έφερε κυριολεκτικά στο χείλος της ένοπλης σύγκρουσης Μόσχα και Κίεβο, δεν είναι παρά ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των κοσμογονικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στην πολύπαθη Ουκρανία τους τελευταίους μήνες.
Οι διαδηλώσεις στην Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου, οι αιματηρές συγκρούσεις που ακολούθησαν, η ανατροπή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς και η εγκαθίδρυση μίας φυλοδυτικής κυβέρνησης – στην οποία ωστόσο συμμετέχουν και… ακροδεξιά σταγονίδια- περίπου ως πυροκροτητής για τις αντιδράσεις που ξέσπασαν στην ανατολική Ουκρανία, όπου και το ρωσικό στοιχείο αποτελεί και την πλειοψηφία του πληθυσμού. Επίκεντρο των αντιδράσεων υπήρξαν δύο πόλεις της αυτόνομης δημοκρατίας της Κριμαίας.
Στους δρόμους της πρωτεύουσας Συμφερόπολης και της Σεβαστούπολης, τα συνθήματα που ακούστηκαν ήταν στα… ρωσικά, ενώ ξέσπασαν και αναταραχές με τις μειονότητες των τατάρων και των ουκρανών. Η Μόσχα βρήκε την ευκαιρία να επέμβει, και μετέφερε μπροστά στα μάτια των ανίκανων να αντιδράσουν ουσιαστικά δυτικών, αρκετές χιλιάδες στρατιωτών στην χερσόνησο της Κριμαίας, δίχως να ανοίξει… ρουθούνι. Και όχι μόνο αυτό…
Οι νέες αρχές της αυτόνομης περιοχής της Κριμαίας βρήκαν και αυτές με τη σειρά τους την αφορμή που έψαχναν εδώ και χρόνια για να προκηρύξουν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής, και να συσφίξουν ακόμη περισσότερο τους ούτως ή άλλως ισχυρούς δεσμούς που έχουν με τη Ρωσία και που χρονολογούνται εδώ και αρκετούς αιώνες.
Ιστορικοί δεσμοί
Παρότι άνηκε τυπικά στην Ουκρανική επικράτεια, η Κριμαία θεωρείται περίπου ως ρωσικό έδαφος. Εκεί σταθμεύει ο περίφημος στόλος της Μαύρης Θάλασσας, και η στρατηγική της σημασία για τη Μόσχα είναι κάτι περισσότερο από σπουδαία. Και ανέκαθεν ήταν: Του λόγου το αληθές καταδεικνύουν και οι φορές που άλλαξε χέρια ανά τους αιώνες. Έλληνες, Σκήθοι, Βυζαντινοί και άλλοι πέρασαν από αυτή τη χερσόνησο και άφησαν βαθιά χαραγμένα τα ίχνη τους στην ιστορία του τόπου.
Το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η χερσόνησος περνάει στα χέρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, έπειτα από αιματηρές μάχες με τους Οθωμανούς και από εκείνη τη στιγμή αρχίζουν οι ιστορικοί δεσμοί με τη Μόσχα, αλλά και η έχθρα των μουσουλμάνων στην πλειονότητά τους τατάρων που κατοικούσαν στην περιοχή.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1918 με τη συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ της Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας) και Μπολσεβίκων που μόλις είχαν πάρει στα χέρια τους την εξουσία η χερσόνησος για λίγο χρονικό διάστημα αποσπάται από τη Ρωσία, μέχρι και το 1922. Το ίδιο θα συμβεί και στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν κατά την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα τον Ιούνιο του 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κριμαία και τη διατηρούν στην κατοχή τους για περισσότερα από δύο χρόνια.
Το 1944 μετά την ανακατάληψη της Κριμαίας από τον Κόκκινο Στρατό, ο Ιωσήφ Στάλιν, προχωρά σε μαζικούς εκτοπισμούς τατάρων που ζούσαν στην περιοχή, με το πρόσχημα της συνεργασίας με τους γερμανούς κατακτητές. Παρά το γεγονός ότι τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι στις τάξεις της Βέρμαχτ βρέθηκαν περίπου 20.000 τατάροι, ο Στάλιν τότε διέταξε να «ξεριζωθεί» από τη χερσόνησο ολόκληρη η εθνοτική ομάδα και να μεταφερθεί στις Σοβιετικές Δημοκρατίας της Κεντρικής Ασίας. Επισήμως, 183.155 άτομα εκτοπίστηκαν από την περιοχή, ανάμεσά τους 9.000 βετεράνοι του Κόκκινου Στρατού.
Στα πλαίσια της αποσταλινοποίησης του καθεστώτος τη δεκαετία του ’60, η τότε ηγεσία κατέκρινε τη συγκεκριμένη απόφαση, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν άλλαξε, καθώς οι εκτοπισμένοι τατάροι δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στις πατρικές εστίες τους, παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 80′.
Το 1948, μετά το τέλος του πολέμου, λόγω της στρατηγικής της θέσης η μεγαλύτερη πόλη της Κριμαίας η Σεβαστούπολη διαχωρίστηκε από την υπόλοιπη περιοχή και λάμβανε εντολές απευθείας από τη Μόσχα, ενώ ήδη εκεί ήταν η βάση του περίφημου Στόλου της Μαύρης Θάλασσας.
Το δώρο του Χρουστσόφ
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1954, ο ουκρανός στην καταγωγή ηγέτης της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ, θα κάνει την Κριμαία… δώρο στην Ουκρανία, μία απόφαση που τότε δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο και παρά τις αντιδράσεις κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τις συνέπειες που θα είχε 36 χρόνια μετά.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, συζητήσεις επί συζητήσεων άνοιξαν πάνω στο θέμα της χερσονήσου, μία σύγχυση που έγινε μεγαλύτερη εξαιτίας της Σεβαστούπολης, η οποία διατηρούσε ακόμα την εξέχουσα θέση της στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς του Κρεμλίνου.
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν με την νεογέννητη τότε Ουκρανία, βρέθηκε τελικά μία λύση που φάνηκε ότι ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές. Η Σεβαστούπολη και οι γύρω περιοχές έλαβαν ειδικό καθεστώς «αυτόνομου κράτους» μέσα στα όρια της Ουκρανικής επικράτειας και μερικές από τις ναυτικές εγκαταστάσεις παραχωρήθηκαν με μίσθωση στον ρωσικό στρατό μέχρι και το 2047.
Στα δημοψηφίσματα που ακολούθησαν την απόσχιση της Ουκρανίας, το 93,26% είχε ψηφίσει «ναι» στο να παραμείνει η Κριμαία αυτόνομη δημοκρατία, και το 54% τοποθετήθηκε θετικά στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Ωστόσο ένα από τα αιτήματα των ρωσόφωνων κατοίκων της Κριμαίας, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και από το Κίεβο, ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι στενοί πολιτιστικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Μόσχα παρέμειναν, με τις αποσχιστικές τάσεις που υπέβοσκαν να διατηρούνται και σιγά – σιγά να μεγαλώνουν. Η επιστροφή των τατάρων και επανεγκατάστασή τους έκανε ακόμη πιο πολύπλοκη την κατάσταση καθώς συχνά – πυκνά δημιουργούνται εντάσεις.
Τα πρόσφατα γεγονότα με την ανατροπή του ρωσόφιλου Γιανουκόβιτς τον οποίο η Κριμαία στήριξε σε πολύ μεγάλο βαθμό, έφεραν εκ νέου το ζήτημα στην επικαιρότητα. Η χερσόνησος πια φλερτάρει ανοιχτά με την απόσχιση. Όλοι πλέον περιμένουν με αγωνία το πως θα απαντήσουν η νέα κυβέρνηση της Ουκρανίας, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι. Θα διαλέξουν το δρόμο της κλιμάκωσης ή θα λυθεί πολιτικά το ζήτημα; Ας ελπίσουμε ότι η σύνεση και η ψυχραιμία θα η κυριαρχήσουν…