Που και που κάθομαι και γράφω CD. Όχι στο κομπιούτερ, στο CD το διπλό το Sony που αγόρασα πριν μερικά χρόνια, όταν πέσανε στην τσέπη μου κάτι λεφτά. Old school; Old school, ναι αμέ. Δεν είναι ότι δεν έχω κoμπιούτερ καλό, δεν είναι ότι βαριέμαι να κατεβάζω, δεν είναι ότι έχω πρόβλημα ηθικό με το κατέβασμα, είναι μια φοβία που με διακατέχει ότι έτσι και κατεβάσω πράματα απ’ το δίκτυο, θα έρθει μια μέρα κάποιος καλός κύριος που δεν θα τον ξέρω και θα μου χτυπήσει την πόρτα με τον λογαριασμό. Οπότε το CD, το διπλό το Sony κλπ. κλπ.
Κι έτσι, όπως παλιά έγραφα για φίλους και φίλες τις κασέτες τις mixtapes (ναι, ναι, έχω ακόμη κασετόφωνο!), τώρα γράφω ό,τι μου καπνίσει. Κυρίως φτιάχνω CD για το δρόμο, για όταν πηγαίνω στα Τρίκαλα στη μαμά, διότι από το ενενηκοστό χιλιόμετρο και μετά στην Αθηνών-Λαμίας πιάνεις στο ραδιόφωνο μόνο σκυλέ της συμφοράς ή ντανς του θανάτου. Των οποίων σκυλέ της συμφοράς ή ντανς του θανάτου, δεν είμαι φίλος. Αλλά γουστάρω να ακούω στο αυτοκίνητο.
Ένα λοιπόν από τα CD που έχω γράψει ξεκινάει με Sucide, συνεχίζει με John Cale, πάει πιο εκεί με Scott Walker, Robert Wyatt, Jack Nitzsche, Metallica, Leonard Cohen, Neil Young, Doors και Rolling Stones. Ή μάλλον στους Rolling Stones δεν πάει πια. Κάτι μ’ έχει πιάσει τον τελευταίο καιρό και μόλις φτάνει το CD στο τραγούδι το δικό τους («You can’t always get what you want», από το «Let it bleed»), πατάω το κουμπί και προσπερνάω. Ούτε καν την εισαγωγή δεν θέλω ν’ ακούσω που δεν παίζει το γκρουπ, αλλά άδει η London Βach Choir. Τελεία.
Θα ήθελα να γράψω εδώ ότι δεν ξέρω τι μου φταίει. Θα το ήθελα πολύ, γιατί μια φορά κι έναν καιρό τους αγαπούσα σφόδρα και χόρευα με δάκρυα στα μάτια το «Gimme Shelter» στο Friends στην Ίο και πλακωνόμουνα με τις ώρες με το συγχωρεμένο τον κολλητό μου τον Γιάννη, για το αν είναι ή δεν είναι πιο ροκάδες απ’ τους Stones οι Who. Αλλά δεν μπορώ να κρύβομαι κι απ’ τον εαυτό μου τον ίδιο. Οι Rolling Stones δεν είναι ροκ συγκρότημα εδώ και δεκαετίες, δεν έχουν καν σχέση με το ροκ εδώ και δεκαετίες, δεν τους αφορά και δεν τους αγγίζει αυτό το πράγμα που κάποτε ονομάστηκε ροκ ήθος.
Το ποιο; Ναι, ναι, αυτή η διάθεση η ανατρεπτική, η μαγκιά της άποψης και η άποψη της μαγκιάς, η αμφισβήτηση, η οργή και ο πόνος για όλες τις μαλακίες που συμβαίνουν γύρω μας, ακόμη και η έκρηξη η ερωτική στην άκρη της νύχτας. Θα μου πείτε, εντάξει, από τη μία τα υιοθετούσαν όλα αυτά οι Stones και από την άλλη τα εριωνεύονταν κιόλας. Και θα σας απαντήσω ότι κι αυτή μια στάση υγιής είναι, στον κύκλο του ροκ ενταγμένη και στοιχημένη. Η άκριτη υποστήριξη δεν ήταν ποτέ το φόρτε του ροκ, της ποπ ήταν και αυτών των πλασμάτων που αναγνώριζαν μαγεία στα παραφουσκωμένα μπούτια του γηραιού Elvis.
Μόνο που κάποια στιγμή σαν να πατήθηκε κάποιος διακόπτης και σαν να έσβησε κάποιο φωτάκι. Κι από εκεί που έβγαζαν στον κόσμο όλο τη γλώσσα οι Stones, βρέθηκαν να πηδάνε στο νησί Μυστίκ μέλη της βρετανικής βασιλικής οικογένειας. Να τριγυρίζουν στα σουαρέ και στα ντεφιλέ και να αγοράζουν πύργους στην αγγλική επαρχία. Να απασχολούν το Tatler (το γαμημένο το Tatler!) με τα σκάνδαλάκια τους. Και να μας κοροϊδεύουν από πάνω ως κάτω με κάθε καινούριο δίσκο (το γκρουπ πέθανε μια φορά όταν χάθηκε ο Brian Jones και ακόμη μία όταν αποχώρησε ο Mick Τaylor) και κάθε καινούρια παγκόσμια περιοδεία. Πόσα να σώσει πια ο δόλιος ο Keith Richards ως καρτούν θείος από την Κόλαση και επίδοξος διάδοχος του William Burroughs;
Συγγνώμη, αλλά δεν το αντέχω. Και εξακολουθώ να πιστεύω ότι ισχύει εκείνη η παλιά παροιμία που έλεγε ότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Δείτε το αυτό στους προαναφερθέντες Leonard Cohen και Neil Young, δείτε το στον David Bowie, δείτε το και στον Nick Cave, που μεγαλώνει όμορφα, δίχως να απαρνείται ή να αμαυρώνει το παρελθόν του. Και γιατί θα έπρεπε δηλαδή; Για πέντε φράγκα ή για δέκα αγκαλιές παραπάνω; Δεν το νομίζω. Ας τους υιοθετήσει όποιο Hall of Fame γουστάρει τους Rolling Stones, στο αμαξάκι μου δεν θα τους ξαναπαίξω πια.