Έπειτα από τις εξωφρενικές τιμές που έχουν τα ενοίκια στο Παρίσι, (κάνε ένα google έτσι από περιέργεια για να καταλάβεις) ξεφυλλίζοντας τις αγγελίες με τα «Ενοικιάζεται» της Αθήνας, τα ποσά έδειχναν στα μάτια μου τόσο μικρά συγκριτικά, που με προκαλούσαν. Πάνω λοιπόν που ο μπαμπάς είχε αρχίσει το τρικούβερτο γλέντι του για την επιστροφή της μονάκριβης του στην οικεία, του ανακοινώνω ότι ξανά-φεύγω. Αυτή τη φορά μετανάστρια από τον Πειραιά στην Αθήνα.
Πάντα μου άρεσε η ιδέα να ζήσω κάπου στο Κουκάκι, μιας και οι περισσότεροι φίλοι μου μένουν στη γειτονιά. Σε μια συνηθισμένη βόλτα εκεί κοντά, βλέπω ένα «ενοικιάζεται» που μου τραβάει το ενδιαφέρον.
Αυτόματα κανονίζω ραντεβού να δω το σπίτι. Πιστεύεις στον έρωτα με την πρώτη ματιά; Εγώ από τότε ναι! Με το που μπήκα ένιωσα το «εμείς οι δύο είμαστε γεννημένοι για να ζήσουμε μαζί». Το καπαρώνω χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κι έπιπλα; Που λεφτά για έξοδα; Αποφασίζω ότι θα… ψωνίσω από την αποθήκη της μαμάς. Η μαμά μου ανήκει στην κατηγορία της μαμάς «δεν-πετάμε-τίποτα», πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται σωτήριο, αφού στην αποθήκη της κρυβόταν ένας μικρός θησαυρός – ένα δεύτερο σπίτι ουσιαστικά, και στην προκειμένη περίπτωση το δικό μου.
Τις μερικές ελλείψεις που υπήρχαν φρόντισαν να καλύψουν συγγενείς και φίλοι που όλο και κάνα περισσευούμενο τηγάνι είχαν στα ντουλάπια τους.
Το σπίτι είναι σχεδόν έτοιμο. Σκέφτομαι την τεράστια αλλαγή και την επιστροφή από το Παρίσι στην Αθήνα. Το καλό με κάθε τέλος είναι ότι κρύβεται μία καινούρια αρχή. Ανοίγω τα παράθυρα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Από κάτω η Αθήνα, πιο όμορφη από ποτέ με περιμένει να την ζήσω.