Pick your poison, λένε οι Εγγλέζοι. Διάλεξε το δηλητήριό σου. Διότι δεν γίνεται να την βγάλεις σε αυτή την παλιοζωή άσπιλος και αμόλυντος, δίχως ένα δηλητήριο να φέρνει βόλτα στο σώμα σου. Καπνός, αλκοόλ, μαυράκι, ζουζού, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Και το δικό σου το δηλητήριο ποιό είναι κύριε, ακούω να ρωτάει από το βάθος του λεωφορείου εκείνος ακριβώς ο συμμαθητής που έπνιγε τον πόνο του στα «βρώμικα». Το δικό μου το δηλητήριο, απαντώ, είναι τα γλυκά! 

Πόσο ισχυρό δηλητήριο; Μισό λεπτό να σας πω μια ιστορία. Πριν από κάτι χρονάκια, όταν υπήρχαν ακόμη λεφτά, πηγαίναμε διακοπές στο εξωτερικό. Μ’ έπιασε λοιπόν εκείνη που κοιμάται πλάι μου με ύφος τσακίρικο και γαλίφικο και μου είπε: «Μωρό μου, έχω μια ιδέα!». «Να την ξεχάσεις» της απάντησα, διότι ξέρω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις εννιά στις δέκα φορές θ’ ακούσω κάτι που δεν θα μ’ αρέσει.

«Περίμενε βρε παιδί μου», συνέχισε, «περίμενε λίγο. Για τις διακοπές μας θέλω να σου μιλήσω. Έχω σκεφτεί κάτι πολύ καταπληκτικό». «Να το ξεχάσεις», επέμεινα εγώ. Ματαίως, μιας και ήταν ακάθεκτη: «Σκέφτηκα να πάμε στη Βόρεια Γερμανία, να εξερευνήσουμε τις χανσεατικές πόλεις». «Τραβήξου μόνη σου, εγώ δεν πάω εκεί απάνω καλοκαίρι καιρό», της απάντησα, ανεβάζοντας ελαφρώς τους τόνους.

Δεν μάσησε. Ποτέ δεν μασάει άλλωστε, πρόκειται περί φαινομένου. Να μην τα πολυλογώ, το μπούρου μπούρου δεν σταμάτησε. «Που θα πάμε στη Βαλτική και θα δούμε πως είναι και στο Χαϊλίνγκενταμ που ήταν το θέρετρο του Κάϊζερ και στο Κίελο που είχε γίνει η Ολυμπιάδα…».
Βράχος εγώ, δεν έκανα πίσω. «Ρε δεν πάω σου λέω, γάμησε με κι εσύ κι η Βαλτική. Άμα θέλω να δω μαύρα κύματα πάω ως την Ελευσίνα»! Εκεί αυτή, να κοπανιέται σαν το χταπόδι. Ώσπου έριξε στο τραπέζι το χαρτί το μεγάλο. «Θα πάμε και στο Λούμπεκ!». «Να μου κι εμένα και τρία αυγά Τουρκίας», της είπα. «Στο Λούμπεκ», προχώρησε ατάραχη, «που γεννήθηκε ο Τόμας Μαν». 

Το χτύπημα με κλόνισε, δεν λέω. Μου ταρακούνησε τις λογοτεχνικές μου αδυναμίες. Αλλά δεν οπισθοχώρησα. Δεν είπα «ναι» ακόμη και όταν με πληροφόρησε ότι η πόλη είχε κηρύξει διατηρητέο και κράταγε σε κατάσταση λουξ το σπίτι της οικογένειας Μαν, με όλα τα συμπράγκαλά της. Ούτε βήμα πίσω.

Η σύγκρουση είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Η αγύριστη κεφάλα του αγοριού, κόντρα στην αμάσητη πειθώ του κοριτσιού. Φθάνοντας πλέον στα όρια της απελπισίας, εκείνη που κοιμάται πλάι μου έριξε μια τελευταία ζαριά: «Στο Λούμπεκ εφευρέθηκε το μαρτσιπάν!». Το είπε και μου κόπηκαν τα πόδια. Κι όταν συνέχισε έγιναν ζελές. «Και το ζαχαροπλαστείο όπου εφευρέθηκε, υπάρχει ακόμη». Το άκουσα και την κοίταξα. Με κοίταξε κι αυτή κι άλλη κουβέντα δεν είπε. Το είχε κερδίσει το παιχνίδι και το ήξερε.  

Εξηγούμαι εδώ για να μην παρεξηγούμαι. Αγαπώ το κακάο, λατρεύω την κρέμα, ψοφάω για σορόπι, αλλά σαν το μύγδαλο δεν έχω άλλο. Είτε με σοκολατίτσα μαζί όπως αγαπημένη ΙΟΝ Αμυγδάλου, είτε σε σόλο πτήση όπως στα αμυγδαλωτά, είτε με μέλι στη γαβάθα για ένα γρήγορο σνακ, είτε στα κέικ τα πλούσια, είτε στα παγωτά τα παρφέ, είτε παρέα με χαλβαδάκι, το μυγδαλάκι με εκμαυλίζει, με παρασέρνει, με αφοπλίζει. Πεθαίνω για μύγδαλα και δίχως αυτά η ζαχαροπλαστική θα ήταν για μένα φτωχότερη κι από γάτο του Κολοσσαίου. Τα μύγδαλα δίνουν τον τόνο και στον τόνο αυτό χορεύω χρόνια τώρα δίχως ποτέ να κουραστώ. 

 

Ας επιστρέψω όμως στο θέμα μας. Πήγαμε στη Βόρεια Γερμανία, πήγαμε ως τη Βαλτική (κακόμοιροι Γερμανοί, γι’ αυτό λυσσάνε με το Αιγαίο…), πήγαμε στο Χαϊλίνγκενταμ (όπου απόλαυσα ένα εξαιρετικό poppy seed cake στο τοπικό Kempinski), πήγαμε ως τα σύνορα με τη Δανία (κι είδαμε σε τοπικό μουσείο τη συλλογή του Κάϊζερ με γιαπωνέζικα αντικείμενα), πήγαμε στο Κίελο (και μπουκάραμε από λάθος του GPS στη βάση των πυρηνικών υποβρυχίων!), πήγαμε, φυσικά, και στο Λούμπεκ. 

Κι εκεί, στο περήφανο ζαχαροπλαστείο Niederegger συναντήθηκα με τα πιο γευστικά μαρτσιπάν του όχι και τόσο εντίμου βίου μου. Συν μια τούρτα μαρτσιπάν τόσο αιθέρια που μπορούσες να την κόψεις και με το βλέμμα ακόμη. Το αυστηρό βλέμμα σίγουρα, εκείνης που κοιμάται πλάι μου. Καθόταν απέναντί μου στο ζαχαροπλαστείο και μου μέτραγε τις μπουκιές. Κι όταν τέλειωσα με ρώτησε: «Εντάξει;». «Εντάξει» της είπα και παραλίγο να της πω και «τετέλεσται»…

ΥΓ.: Τα τυποποιημένα προϊόντα Niederegger, μπορείτε εδώ και μερικά έτη να τα βρείτε και στην Ελλάδα, σε όλα τα καλά και ενημερωμένα delicatessen.