Πόσα είναι τα απαραίτητα συστατικά για να γραφτεί ιστορία; Η απάντηση είναι απλή. Αν βρεθούν στο ίδιο «μετερίζι» 3-4 σπουδαίοι άνδρες, αυτό που θα επακολουθήσει έχει όλα τα φόντα να γίνει αξιομνημόνευτο. Είτε να διδάσκεται μέσα από τα βιβλία της παγκόσμιας ιστορίας, είτε να εξιστορείται από τον παππού στον εγγονό. Σημασία πολλές φορές δεν έχει η απήχηση, αλλά η ιστορία η ίδια. Και η πρώτη επίσκεψη της Μάνστεστερ Γιουνάιτεντ στην Αθήνα,  έχει εντυπωθεί στη μνήμη πολλών ανθρώπων, αφού γράφτηκε ιστορία.

Οι «κόκκινοι διάβολοι» δημιουργούσαν το μακρινό 1991 μια ποδοσφαιρική «μηχανή» νικών, που έμελλε να κυριαρχεί για τα επόμενα 22 χρόνια. Στο τιμόνι της ομάδας ο -απλά- Σκωτσέζος Alex Ferguson. «Sir» έγινε στην πορεία. Οι Mark Hughes, Peter Schmeichel, Paul Ince, Steve Bruce, Andrei Kanchelskis πατούσαν το πόδι τους στην Αθήνα στις 17 του Σεπτέμβρη, όχι για να αντιμετωπίσουν κάποιον από τα τρία «μεγαθήρια» της πρωτεύουσας, αλλά για την ομάδα των «λόρδων», τον Αθηναϊκό, που είχε καταφέρει να κάνει την υπέρβαση την προηγούμενη χρονιά.

Χρήστος Δημόπουλος, Christo Kolef, Miroslav Bonk, αλλά κυρίως, ο Νίκος Σαργκάνης, ήταν τα ονόματα που έκαναν τον Αθηναϊκό να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις της α’ εθνικής και να φτάνει μέχρι τον τελικό του κυπέλλου, όπου χάνει σε διπλούς αγώνες από τον Παναθηναϊκό. Έχει κερδίσει όμως το εισιτήριο για την Ευρώπη, εκεί όπου η κληρωτίδα τον φέρνει αντιμέτωπο με τους «κόκκινους» του Μάνστεστερ.

 

Το πρώτο ραντεβού και το τεράστιο… 0-0!

Δεν μπορεί να ακούς το όνομα των «κόκκινων διαβόλων» και η πρώτη σκέψη να είναι «μόνο μην διασυρθούμε». Και μάλιστα για μια ομάδα πρωτάρα στην Ευρώπη. Ο Νίκος Σαργκάνης κάνει το flash back και θυμάται εκείνες τις στιγμές… 

«Είναι αυτή η τεράστια ιστορία που κουβαλάει αυτή η ομάδα και μόνο με το όνομά της, φοβίζει. Οι παίκτες της, μάλιστα, δεν ήταν καθόλου υπερόπτες. Το αντίθετο θα έλεγα. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να μπορέσουμε να μελετήσουμε κάποιον παίκτη της Μάνστεστερ. Και δεν χρειαζόταν. Και μόνο η πρόκληση, πως απέναντί μας θα βρισκόταν αυτή η ομάδα, ήταν ίσως και όνειρο ζωής για πολλά παιδιά που δεν είχαν συμμετοχές με μεγάλους συλλόγους.  

Είχαμε πει πως θα το παλέψουμε μέχρι τέλους. Από εκεί και πέρα, με τον τρόπο που παίξαμε, όσο τα λεπτά κυλούσαν, τόσο και ανέβαινε το ηθικό μας. Η αλήθεια είναι πως εμείς δεν ανοιγόμασταν ή πιο σωστά, δεν μας άφηναν να ανοιχτούμε. Αυτοί βέβαια, δεν είχαν άγχος παραπάνω, αφού υπήρχε και ο επαναληπτικός του Old Trafford».

 

Το πριμ και ο αισιόδοξος Γκερντ Πρόκοπ

«Είχα πει στον Καλογιάννη (τότε πρόεδρος της ομάδας) πως σε περίπτωση ισοπαλίας, θέλουμε πριμ. Ήμουν από τη φύση μου αισιόδοξος, είχα το ιστορικό με τη Δανία, το Wembley, υπήρχαν μεγάλα παιχνίδια. Στο ποδόσφαιρο όλα γίνονται και εμείς δεν είχαμε να χάσουμε τίποτε. Ο Πρόκοπ πίστευε πως θα περάσουμε. Έλεγε, μάλιστα, πως θα γράψουμε ιστορία όταν έληξε το παιχνίδι 0-0 στη Λεωφόρο. Και αυτό γιατί δεν ξέραμε τίποτε για τη Manchester… Δεν ξέραμε καν, πως θα παίξει. Όταν τα καταφέραμε να πάρουμε την ισοπαλία, δεν είχαμε να χάσουμε τίποτε».

 

Το Old Trafford, οι κενές θέσεις και τα κύπελλα

Το «Θέατρο των Ονείρων». Ένας ναός του ποδοσφαίρου, όπου κάθε αντίπαλος ποδοσφαιριστής εύχεται να αποκοιμηθεί ο Θεός και να μην είναι παρών στο Old Trafford, την ημέρα που θα αγωνίζεται. Συζητώντας με τον Νίκο Σαργκάνη, δεν μπορούσαμε να μην σταθούμε στους παίκτες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, αλλά και αυτά που του έκαναν εντύπωση.

«Κανένας παίκτης δεν μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Πιο πολύ ήταν ομάδα συνόλου. Δεν είχε Messi, Ronaldo ή Rooney, παίκτες που μπορούν να κάνουν ανά πάσα στιγμή τη διαφορά. Με το που έμπαινες στο Old Trafford έβλεπες το μουσείο, με τις γεμάτες τροπαιοθήκες. Εκεί συνειδητοποιούσες το μέγεθος της ομάδας. Είναι… ψαρωτική η είσοδος. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και δεν νομίζω να το δω ποτέ στην Ελλάδα, ήταν πως στην κερκίδα υπήρχαν 4-5 πολυθρόνες που ήταν κενές. Το γήπεδο ήταν κατάμεστο, αλλά οι συγκεκριμένες ήταν κενές. Ήταν οι πολυθρόνες αθλητών που είχαν πεθάνει. Τους τιμούσαν με αυτόν τον τρόπο».

Με δύο γκολ στην παράταση, οι «κόκκινοι διάβολοι» λύγισαν τελικά τον Αθηναϊκό. H Μάνστεστερ θα έφτανε στον τελικό του Ρότερνταμ, θα κατακτούσε το Κύπελλο απέναντι στην Μπαρτσελόνα (2-1) και θα γινόταν η πρώτη αγγλική ομάδα που θα κατακτούσε ευρωπαϊκό τίτλο, έπειτα από την τραγωδία του Hesyel. Και εδώ τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα. Η προστιθέμενη αξία του νικητή δίνει περισσότερη αίγλη στο χαμένο.

«Ήταν ένα ματς με ψυχολογική πίεση. Είχαμε να κάνουμε με έναν μεγάλο σύλλογο. Βγήκαν δύο παίκτες από κράμπες και τραβήγματα. Αυτό δεν ήταν θέμα κόπωσης, αλλά άγχους, αφού οτιδήποτε κάνεις, το κάνεις από υπερένταση. Είχαμε δύο αναγκαστικές αλλαγές. Αυτοί όσο δεν σκοράρανε και κάναμε και εμείς κάποιες ευκαιρίες, έρχεται το άγχος και η πίεση του κόσμου, οπότε δεν παίζεις ελεύθερα».

Άγχος

Για εμάς τους φιλάθλους, η ώρα μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής την έναρξη μοιάζει να κολλάει. Πόσο μάλλον για τον ποδοσφαιριστή που καλείται να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες των οπαδών της ομάδας του, των παικτών, της διοίκησης. Ένα καλό ματς μπορεί να σε στείλει στον παράδεισο της αποθέωσης, του παχυλού πριμ, της ανανέωσης του συμβολαίου, της πρότασης από το εξωτερικό, αλλά και την κόλαση της «γιούχας» ακόμη και από εκείνους που 90 λεπτά πριν σε λάτρευαν… Πώς διαχειρίζεται ματς τέτοιου μεγέθους ένας ποδοσφαιριστής;

«Άγχος μια ημέρα πριν το ματς, έχουμε όλοι, εκτός από εκείνους που έχουν άγνοια κινδύνου. Το άγχος αποβάλλεται από τη στιγμή που θα μπεις στο γήπεδο, θα σφυρίξει ο διαιτητής και μετά από 5 λεπτά, έχει φύγει. Είναι καλό να υπάρχει άγχος. Δείχνει υπευθυνότητα και πως έχεις επίγνωση της κατάστασης. Ακόμη και σε ένα εύκολο παιχνίδι έχεις την αγωνία να πετύχεις ένα γκολ για να λυθούν τα πόδια, όταν οι αντίπαλοι είναι κλεισμένοι στην περιοχή τους. Όταν ακούμε αποτελέσματα τύπου 1-0 υπέρ ενός κατώτερου αντιπάλου, αυτό έχει συμβεί. Η μεγάλη ομάδα δεν μπορεί να βρει διαδρόμους και σε μια αντεπίθεση μπορεί να γίνει η ζημιά. Όταν το γήπεδο είχε ένταση, αισθανόμουν πολύ καλά. Με ξύπναγε. Με έβαζε στο παιχνίδι πριν καν πατήσω το χορτάρι. Για έναν τερματοφύλακα είναι καλό στις πρώτες φάσεις να ευνοηθεί από την τύχη και να μην δεχθεί γκολ. Μία καλή απόκρουση, μια καλή έξοδος, ώστε να αποκτήσει γρήγορα υψηλή αυτοπεποίθηση. Οι πρώτες φάσεις αποτελούν για όλους τους παίκτες «κλειδί». 

Θρύλε μπορείς…

Το ραντεβού με την ιστορία εκείνης της ομάδας έχει μείνει στη μνήμη των ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων ακόμη και μετά από 23 χρόνια. Πλέον, μια νέα πρόκληση παρουσιάζεται με έναν νέο πρωταγωνιστή και έναν… παλιό. Ο Ολυμπιακός του Michel, του Roberto, του Μανιάτη, του Chori πάει για την υπέρβαση. Φυσικά και ζητήσαμε τη γνώμη του μπαρουτοκαπνισμένου goalkeeper που έχει φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού.

«Ο Ολυμπιακός δεν είναι Αθηναϊκός. Είναι η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια. Ο Ολυμπιακός δεν πρέπει να φοβηθεί τη Μάνστεστερ Γιουνάιτεντ και ειδικότερα αυτήν την εποχή. Γιατί δεν τη βρίσκει στα καλύτερά της και γενικά ο Ολυμπιακός έχει δείξει πολύ καλά στοιχεία. Ειδικά εάν παίξει, όπως στο α’ ημίχρονο με την Παρί Σεν Ζερμεν στο “Καραϊσκάκης”, πιστεύω πως έχει μεγάλη τύχη να προκριθεί. Μου άρεσε πάρα πολύ, που σημαίνει πως μπορεί να το κάνει ξανά. Και εάν έχει και διάρκεια, μπορεί να τα καταφέρει. Είναι πολύ δύσκολο να πάρει ένα καθαρό σκορ πρόκρισης από το πρώτο ματς, οι αναμετρήσεις θα παιχθούν και στα δύο παιχνίδια. Φαβορί είναι η Μάνστεστερ αλλά στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζουν τα φαβορί. Αλλιώς θα ήταν εκατομμυριούχοι όλοι οι παίκτες  του Στοιχήματος».