Όσο μεγαλώνουμε μετράμε απώλειες. Ανθρώπων κυρίως, οι οποίοι απομακρύνονται από τις ζωές μας. Επειδή όμως εδώ είναι provocateur, δεν είναι Φώσκολος, λέω να μην ασχοληθώ με τα πλάσματα που μας λείπουν. Λέω να ρίξω ένα δάκρυ αλμυρό, για τα γλυκά που χάθηκαν στον χρόνο. Και να το συμπληρώσω με ένα πλατύ χαμόγελο για τους επιζήσαντες της λαίλαπας. Τους λουκουμάδες του Κτιστάκη!
First things first, ξεκινάμε απ’ τις απώλειες. Στο κέντρο όλες και στα πέριξ αυτού και συγχωρέστε με αν συνέβη κάτι ανάλογο στο Περιστέρι ή στο Μπουρνάζι, αλλά το Περιστέρι ή το Μπουρνάζι δεν είναι οι δικές μου οι γειτονιές. Κι αν γράψω γι’ αυτές θα ‘ναι άδικο και λάθος. Στο κέντρο λοιπόν, θρηνούμε τα σοροπιαστά του Ιωνά, τα αρμενοβίλ και τα μαρόν ντε γκιζέ του Zonar’s, τις τούρτες σοκολάτα-κάστανο-καρύδι της Delice και της σοκολατίνες μπίτερ του Dolce.
Να τα πάρω ένα ένα να μην μπερδευόμαστε. Τον Ιωνά μου τον υπέδειξε στην αρχή της δεκαετίας του ογδόντα ο νυν διευθυντής της “Αυγής” Νίκος Φίλης. Πήγα το άσχετο μειράκιο από την δόλια επαρχία και νόμισα πως μπήκα στη σπηλιά του Αλαντίν. Παντού τα σορόπια, οι ζάχαρες, τα βούτυρα, η Ανατολή η ίδια είχε κατασκηνώσει στην οδό Σόλωνος. Τα είδα και σκλαβώθηκα κι έγινα δούλος παντοτινός του Ιωνά κι ακόμη κλαίω που έκλεισε. Εξαιρετικός ο Γκιουλούογλου, κορυφαίος ο Χατζής, αλλά το πράγμα αυτό, το όνειρο το μαγεμένο δεν ματαγίνεται.
Όπως δεν θα ξαναγίνουν οι σοκολατίνες του Dolce. Ποιές σοκολατίνες όμως; Άμα ήσουνα άσχετος και πήγαινες και ζήταγες γλυκά ονομαστικώς σου βάζανε τις απλές, τις γάλακτος. Οι οποίες καλές ήταν, δεν λέω, πολύ καλές, αλλά τις μπίτερ δεν τις έφταναν. Και το μάθαινες βεβαίως κάποια στιγμή το μυστικό κι έδινες τη σωστή παραγγελία και τράβαγες σπίτι να τις φας μόνος σου. Πολλά απογεύματα φοιτητικά, βυθισμένα στη θλίψη, μου τα σώσανε οι σοκολατίνες μπίτερ του Dolce. Γλυκά του Φίλιον δεν έχω δοκιμάσει συμπαθάτε με, δεν το έχω και δεν μου βγαίνει.
Όπως δεν θέλω να βάλω χέρι στα γλυκά του καινούριου Zonar’s. Έμεινα κολλημένος στα παλιά, στα αξεπέραστα. Δύο μάλιστα εξ αυτών την έχουν κλέψει την καρδιά μου για πάντα. Το παγωτό Αρμενοβίλ, που το απολάμβανα με θέα την Ακρόπολη και τα Μαρον ντε γκιζέ. Τα κάστανα δηλαδή με επικάλυψη σοκολάτας, τόσο ισορροπημένα και τόσο αιθέρια που έμοιαζαν με μικρά σύννεφα έτοιμα να κάνουν μπαμ στον ουρανίσκο σου. Μόνο εκείνα του Ελληνικόν φθάνουν κοντά σε ελαφράδα, αλλά και πάλι δεν είναι το ίδιο στόρυ.
Κλείνω με το Delice, σύνορα Παγκρατίου και Ιλισίων, απέναντι από Χίλτον δηλαδή, εκεί που είναι τώρα το Aλάτσι. Ένα ζαχαροπλαστείο παλαιού τύπου, που έφτιαχνε μια μαγική τούρτα γεμάτη καρύδι και κάστανο και σοκολάτα μέσα έξω. Σιγά το περίεργο, θα μου πείτε, δεν το έχεις ξαναδεί; Το έχω ξαναδεί και θα το ξαναδώ, απαντώ, αλλά δεν ήταν εκεί το θέμα. Το ζήτημα ήταν, ως συνήθως, στη δοσολογία, στο τσακ του γραμμαρίου, της άκρης απ’ το κουταλάκι του τσαγιού, που ξεχωρίζει τα σπουδαία από τα μέτρια γλυκά. Εντάξει, είχε και βάση μαρέγκα που την πέταγα, αλλά δεν θα καταστρέψω τώρα τις αναμνήσεις μου για ένα τόσο δα μικρό ψεγάδι.
Οι οποίες αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε, κατά τον γνωστό λαϊκό βάρδο, κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Κτιστάκη στη Σωκράτους για λουκουμαδάκια Χανίων. Πηγαίνω από πιτσιρίκι, από τότε που ήταν ακόμη Αγίου Κωνσταντίνου το μαγαζί και σέρβιρε ο ορίτζιναλ παπούς. Τώρα το έχει αναλάβει ο πρώην βοηθός του και δόξα τω Θεώ το μόνο που άλλαξε ήταν η διεύθυνση. Τίποτε άλλο. Τίποτε άλλο, το ξαναγράφω και κάνω το σταυρό μου. Οι μικρές ροδοψημένες μπαλίτσες έμειναν ίδιες, πασπαλισμένες με σουσάμι και κανέλα. Κι όταν φτάνουν στο στόμα σου, η συμβουλή είναι η εξής: Μία μπουκιά! Για να εκραγούν και να χάσεις τη μιλιά σου, γιατί είναι η ζύμη τέτοια που το μέλι το έχει ρουφήξει μέσα. Οι καλύτεροι λουκουμάδες στην Ελλάδα όλη, όσο κι αν σκίζονται τα μεταμοντέρνα λουκουματζίδικα να μας σερβίρουν σούπερ ντούπερ σκευάσματα και τσούρος αλά γκρεκ. Ευχαριστώ πολύ και μπράβο τους για τη φιλοτιμία, αλλά εγώ τον Κτιστάκη δεν τον αλλάζω. Ούτε οι λοιποί Αθηναίοι απ’ ό,τι φαίνεται μιας και το μαγαζί έκλεισε πέρυσι εκατό χρόνια ζωής. Να τα χιλιάσει εύχομαι, σαν τα ψηλά τα βουνά!