Έξω από το Palais de Tokyo περιμένω την Εσθέρ Φέρρερ, ισπανίδα καλλιτέχνη και πρωτοπόρο στο χώρο της περφόρμανς για να συζητήσουμε για το έργο της, μόνο που τελικά αυτό το έργο θα συμπεριελάμβανε και εμένα. Intimate and personal, μια περφόρμανς στην οποία η Εσθέρ γυμνή μετρούσε το σώμα της και ανακοίνωνε τις διαστάσεις δυνατά. Στον τοίχο, στο τζάμι, στο χαρτί η φιγούρα του ανθρώπινου σώματος. Το πρωτόκολλο δεν όριζε την επιφάνεια, αρκούσε μια μεζούρα και ένα μαρκαδοράκι. Και σήμερα, απαιτεί τα σώματα των άλλων, γυμνά και απογυμνωμένα από κάθε είδος θεατρινισμού.
Θα επαναλάβω τα λόγια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς ότι για να γίνεις περφόρμερ, πρέπει πρώτα από όλα να μισείς το θέατρο. Το μαχαίρι δεν είναι πραγματικό, το αίμα δεν είναι πραγματικό, τα συναισθήματα δεν είναι πραγματικά. Η περφόρμανς είναι ακριβώς το αντίθετο, είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα.
Πριν την Αμπράμοβιτς, όμως, υπήρξαν άλλοι πρωτοπόροι αυτού του μέσου που στη δεκαετία του ’60 και του ’70 αποτελούσε ακόμα ένα πείραμα.
Όταν ο Άλαν Κάπροου έκανε τα γνωστά του happenings και δημιουργούσε ένα είδος αντι-καλλιτέχνη και αντι-τέχνης αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε σιγά-σιγά ότι αυτή η γενιά δημιουργών ζητούσε να ξεπεράσει ακόμα ένα όριο, αυτό ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό και ταυτόχρονα να μοιραστεί με όλους μια μοναδική εμπειρία. Οι ιδέες αυτές παραμένουν ακόμα πρωτοποριακές, απόλυτα δημοκρατικές και η διάσταση τους είναι μια αντίσταση απέναντι στο εμπόριο, στην αγορά της τέχνης.
Δυστυχώς, μένουν και απραγματοποίητες καθώς ακόμα παλεύουμε για την ελευθερία του καλλιτέχνη να ορίσει το ίδιο το έργο του, για την ικανότητα όλων και καθενός ξεχωριστά να γίνει καλλιτέχνης, για την ίση πρόσβαση όλων στην τέχνη. Ως προς το δεύτερο σκέλος, η περφόρμανς είναι ένα είδος που τελικά αγοράζεται έστω και αν είναι από μουσεία και κέντρα τέχνης και λιγότερο από τους συλλέκτες, αν και υπάρχουν αρκετοί εξειδικευμένοι.
Ένα ακόμα σημείο σύγκλισης ανάμεσα στη Φερέρ και στον Κάπροου είναι ότι πιστεύουν ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένα όριο ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Το μόνο όριο για τη Φερέρ είναι το σώμα. Δε μπορούμε να πετάξουμε ή δεν έχουμε απεριόριστη μνήμη αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι πιθανά. Η φιλοσοφία της είναι αναρχική, πιστεύει στην ελευθερία και στη δημιουργία. Δεν είναι φεμινίστρια μέσα από τα έργα της αλλά μέσα από την ίδια της τη ζωή. Σε ένα κείμενο στον Τζον Κέιτζ γράφει ότι δε θέλει να αντικατασταθεί η πατριαρχεία με τη μητριαρχία, επιθυμεί κυρίως να εξασκεί την ελευθερία της χωρίς κράτος, θεό, αφέντη, πατέρα ή μητέρα.
Η Εσθέρ δεν ανεβαίνει πλέον στη σκηνή, δε μάχεται απέναντι στη δικτατορία του Φράνκο, δε τη θεωρούν τρελή, δεν είναι πια προκλητική. Απαιτεί η περφόρμανς της να παρουσιαστεί οπωσδήποτε και στις οχτώ, ώρα έναρξης των εγκαινίων για το κοινό. Δεν είμαι εδώ για τους VIP, είμαι εδώ για το κοινό. Επιμένει. Όλοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να δουν την περφόρμανς αν το επιθυμούν.
«Βγείτε έξω και διασκεδάστε το, θα νιώσετε χαρούμενοι. Αυτό που μένει είναι η προσωπική εμπειρία, δε θα θυμάστε το χρώμα του μαρκαδόρου, τις λεπτομέρειες από το σώμα των άλλων περφόρμερ, το θεατή απέναντι σας, θα κρατήσετε μόνο το συναίσθημα». Και έτσι ακριβώς ήταν. Καμία επώδυνη οπτική επαφή, καμιά κρίση πανικού, καμιά άβολη στιγμή, μόνο μια αίσθηση ολοκλήρωσης.